Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

                                            Metallica




Οι Metallica είναι ένα Heavy Metal συγκρότημα από τις ΗΠΑ. Ιδρύθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 1981, όταν ο τότε νεαρός Λαρς Ούλριχ (Lars Ulrich) έβαλε στους δρόμους αγγελίες στις οποίες ζητούσε άτομα για δημιουργία συγκροτήματος. Πιο συγκεκριμένα, ζητούσε 2 κιθαρίστες και έναν μπασίστα με τους οποίους θα έφτιαχνε συγκρότημα. Απάντησε στην αγγελία ο Τζέιμς Χέτφιλντ (James Hetfield) ο οποιος έπαιζε ρυθμική κιθάρα. Οι δυο τους έκαναν μια πρόβα αλλά ο Χέτφιλντ δεν ενθουσιάστηκε τόσο, και δεν τον ξαναπήρε τηλέφωνο. Ο Ούλριχ άρχισε πάλι να ψάχνει άτομα και τότε ο Χέτφιλντ τον πήρε τηλέφωνο ζητώντας να κάνουν άλλη μια πρόβα. Αργότερα γνώρισαν τον σολίστα Ντέιβ Μαστέιν (Dave Mustaine), ο οποίος μπήκε στο συγκρότημα αλλά αργότερα απολύθηκε λόγω χρήσης ουσιών και κακής συμπεριφοράς. Ύστερα γνώρισαν τον μπασίστα Κλιφ Μπάρτον (Cliff Burton), και τον, Φιλιππινέζικης καταγωγής, Κερκ Χάμμετ (Kirk Hammet) και έφτιαξαν ένα ολοκληρωμένο συγκρότημα. Με πωλήσεις 57 εκατομμυρίων άλμπουμ στις ΗΠΑ (RIAA Total Sales), και 40 εκατομμύρια άλμπουμ εκτός αυτών, το τελικό νούμερο των πωλήσεων φτάνει περίπου τα 100 εκατομμύρια δίσκους. Το συγκρότημα είναι ένα απ' τα πιο επιτυχημένα heavy metal συγκροτήματα στην ιστορία, ενώ γενικά κατατάσσεται 7ο, με βάση τις πωλήσεις, στην ως τώρα Αμερικάνικη μουσική ιστορία.
Με δεδομένο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Heavy Metal μουσικής, ειδικά της Thrash Metal, (οι Μetallica θεωρούνται οι επικεφαλής των "τεσσάρων μεγάλων" του Αμερικάνικου Thrash Metal της σκηνής του Bay Area, περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Megadeth, οι Slayer και οι Anthrax)[1] στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το συγκρότημα απευθύνθηκε σε ένα πιο πλατύ κοινό από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, αλλάζοντας τη μουσική του νοοτροπία, στρεφόμενο προς πιο Rock ήχους. Επίσης θεωρήθηκαν πρωτοπόροι στο Speed Metal με την κυκλοφορία του παρθενικού τους άλμπουμ,του Kill 'em All.
Πίνακας περιεχομένων  
1 Οι Metallica τη δεκαετία του 1980
1.1 Kill'em All και Ride the Lightning (1983–1984)
1.2 Master of Puppets (1984-1986)
1.3 Θάνατος του Μπάρτον και το Garage Days Re-revisited (1986-1987)
1.4 ...And Justice for Αll (1988)
2 Οι Metallica τη δεκαετία του 1990
2.1 Metallica (The Black Album)
2.2 Live Shit: Binge & Purge
2.3 Load και ReLoad
2.4 Garage.Inc
2.5 S&M
3 Τα νεότερα χρόνια
3.1 St.Anger
3.2 Death Magnetic
3.3 Lulu
3.4 Beyond Magnetic
4 Βραβεία
5 Δισκογραφία
6 Σχετική βιβλιογραφία
7 Παραπομπές
8 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Οι Metallica τη δεκαετία του 1980

Οι Metallica δημιουργήθηκαν στο Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, στις αρχές του 1981 όταν ο ντράμερ Λαρς Ούλριχ έβαλε μια αγγελία στην εφημερίδα "The Recycler" που έλεγε: «Ντράμερ αναζητά άλλους metal μουσικούς για να τζαμάρουν με τους Tygers of Pan Tang,Diamond Head και Iron Maiden».[2] Οι κιθαρίστες Τζέιμς Χέτφιλντ και Χιούγκ Τάννερ (Hugh Tanner) απάντησαν στην αγγελία. Αν και δεν είχε φτιάξει ακόμα συγκρότημα, ο Ούλριχ ρώτησε τον Μπράιαν Σλάγκελ (Brian Slagel), ιδρυτή της Metal Blade Records, αν μπορούσε να ηχογραφήσει ένα τραγούδι το οποίο θα έμπαινε στο επερχόμενο CD της εταιρείας, το Metal Massacre. Ο Σλάγκελ αποδέχτηκε, και ο Ούλριχ έβαλε τον Χέρφιλντ στην θέση του τραγουδιστή και ρυθμικού κιθαρίστα.[2] Το συγκρότημα επίσημα δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1981, 6 μήνες μετά από αυτή την πρώτη συνάντηση.[3]


Το logo του συγκροτήματος
Ο Ούλριχ ήταν αυτός που έδωσε το όνομα Metallica στο συγκρότημα του. Αργότερα έβαλε άλλη μια αγγελία, πάλι στην εφημερίδα "The Recycler", για μια θέση lead κιθαρίστα. Ο σολίστας Ντέιβ Μαστέιν απάντησε και όταν ο Χέτφιλντ και ο Ούλριχ είδαν τις ακριβές συσκευές του, τον έβαλαν αμέσως στο συγκρότημα. Στις αρχές του 1982 κυκλοφόρησαν το πρώτου τους τραγούδι, με το όνομα Hit the Lights για την συλλογή της Metal Blade Records, Metal Massacre Ι.,[2] ενώ έπαιξαν το κομμάτι και στην πρώτη τους ζωντανή παράσταση, στις 14 Μαρτίου 1982, στο Radio City στο Αναχέιμ της Καλλιφόρνια.[4] Την εποχή αυτή το συγκρότημα αποτελούνταν από τον Χέτφιλντ, τον Ούλριχ, τον Μαστέιν και τον Ρον ΜακΓκόβνεϊ (Ron McGovney) που είχε αναλάβει ρόλο μπασίστα.
Το χειμώνα του '82, ο Χέτφιλντ και ο Ούλριχ πήγαν σε ένα νυχτερινό κέντρο όπου έπαιζαν διάφορα συγκροτήματα, και εκεί γνώρισαν τον μπασίστα Κλιφ Μπάρτον, στον οποίο πρόσφεραν την αντίστοιχη θέση στους Metallica. Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Metallica με τον Μπάρτον ήταν στο κλαμπ The Stone, τον Μάρτιο του 1983, και η πρώτη ηχογράφηση με τον Βurton ήταν στο demo τους, Megaforce.[5] Αργότερα, τα μέλη του συγκροτήματος αποφάσισαν να διώξουν τον Μαστέιν λόγω χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ.[6] Τότε, ο lead κιθαρίστας των Exodus, Κιρκ Χάμμετ, ανέλαβε τη θέση του Μαστέιν στους Metallica. Μετά την έξοδό του από τους Metallica, ο Μαστέιν δημιούργησε το συγκρότημα Megadeth. Σε διάφορες συνεντεύξεις του τα επόμενα χρόνια είχε εκφραστεί με αποδοκιμασία για τα μέλη των Metallica, και κυρίως του αντικαταστάτη του, Χάμμετ.
Kill'em All και Ride the Lightning (1983–1984)
Οι Metallica ταξίδεψαν στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, το Metal up your Ass, με καθήκοντα παραγωγού στον Πολ Κούρσιο (Paul Curcio). Εξαιτίας μιας διαφωνίας μεταξύ της δισκογραφικής εταιρείας και του συγκροτήματος, το άλμπουμ μετονομάστηκε σε Kill'em All. Το Kill'em All εκδόθηκε από την Megaforce Records στις ΗΠΑ το 1983 και ήταν το πρώτο speed metal των Metallica. Μπήκε στην 120 θέση των Billboard Charts, και αν και δεν ήταν μεγάλη επιτυχία, έχτισε τα θεμέλια για την άνοδο των Metallica. Το συγκρότημα για να γιορτάσει την έκδοση του έκανε μια περιοδεία με τους Raven με όνομα Kill'em All for One tour. Τον Φεβρουάριο του 1984 το συγκρότημα υποστήριξε τους Venom στο Seven Dates of Hell tour όπου έπαιξαν μπροστά σε 7.000 κόσμο. Τα σίνγκλς του ήταν τα: Whiplash, Seek and Destroy και Jump in the Fire.
Το άλμπουμ τους Ride the Lightning εκδόθηκε το 1984. στα Sweet Silence Studios στην Κοπεγχάγη της Δανίας, και έφτασε στην 100 θέση στα Billboard Charts. Ένα γαλλικό τυπογραφείο εκτύπωσε κατά λάθος τα εξώφυλλα του άλμπουμ με πράσινο χρώμα, κάτι που τώρα υπάρχει μέσα σε πολλές συλλογές θαυμαστών τους. Το άλμπουμ είχε 4 σινγκλς: For Whom the Bell Tolls, Fade to black, Creeping Death και το instrumental The Call of Ktulu. Ο Μαστέιν πήρε την πνευματική ιδιοκτησία των Ride the Lightning και The Call of Ktulu.
Master of Puppets (1984-1986)[Επεξεργασία
O πρόεδρος της Elektra Records A&R, Μάικλ Άλαγκο (Michael Alago) και ο συν-ιδρυτής της Q-Prime Management Cliff πήγαν σε μια συναυλία των Metallica τον Σεπτέμβριο του 1984. Αφού εντυπωσιάστηκαν από αυτό που είδαν, έγραψαν τους Metallica στην Elektra Records και τους έκαναν πελάτες της Q-Prime Management. Η μεγάλη επιτυχία οδήγησε τους Metallica στην δημιουργία του Creeping Death EP το οποίο πούλησε 40.000 αντίγραφα στις ΗΠΑ. Οι Metallica έκαναν την πρώτη τους μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη με τους Tank σε μέγιστο αριθμό ατόμων, 1.300 Γυρνώντας στις ΗΠΑ έκαναν μια περιοδεία με τους W.A.S.P και του Armored Saint για υποστήριξη. Οι Metallica έπαιξαν στην μεγαλύτερη συναυλία τους στο φεστιβάλ Mosters of Rock στις 17 Αυγούστου 1985, με τους Bon Jovi και τους Ratt στο πάρκο Ντόνιγκτον στην Αγγλία, μπροστά σε 70.000 κόσμο. Σε μια συναυλία στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας, στο φεστιβάλ Day on the Green οι Metallica έπαιξαν μπροστά σε 60.000 κόσμο.
Το Master of Puppets ηχογραφήθηκε στα Sweet Silence studios, εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1986 και έφτασε στην 29 θέση των Billboard Charts μένοντας εκεί για 72 εβδομάδες. Το άλμπουμ ήταν το πρώτο του συγκροτήματος που έγινε χρυσό στις 4 Νοεμβρίου 1986 και έξι φορές πλατινένιο το 2003. Ο Steve Huey του Allmusic θεώρησε το άλμπουμ το καλύτερο εγχείρημα τους. Μετά την έκδοση του άλμπουμ οι Metallica έκαναν μια περιοδεία με τον Όζι Όσμπορν στις ΗΠΑ. Τα σινγκλς είναι τα: Master of Puppets, Battery και Welcome Home(Sanitarium).
Θάνατος του Μπάρτον και το Garage Days Re-revisited (1986-1987)

Ένα μνημείο του Burton στο Ljungby, Σουηδία
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1986 κατά τη διάρκεια της περιοδείας Damage.Inc, τα μέλη του συγκροτήματος τράβηξαν κάρτες για το που θα κοιμηθεί ο καθένας μέσα στο λεωφορείο. Ο Μπάρτον νίκησε και διάλεξε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του Χάμμετ. Τα ξημερώματα κοντά στο Dörarp της Σουηδίας ο οδηγός του λεωφορείου έχασε τον έλεγχο και το λεωφορείο γλίστρησε, κάνοντας το να αναποδογυρίσει πολλές φορές. Ο Ούλριχ, o Χάμμετ και ο Χέτφιλντ δεν είχαν σοβαρά τραύματα όμως ο Μπάρτον καταπλακώθηκε από το λεωφορείο και πέθανε. Ο Χέτφιλντ θυμάται ότι είπε: «Είδα το λεωφορείο να στέκεται πάνω του και τα πόδια του να φαίνονται μόνο. Φρίκαρα. Ο οδηγός προσπαθούσε να βγάλει το λεωφορείο από την θέση του. Πήγα και του είπα, "Mην το κάνεις αυτό!". Ήθελα να τον σκοτώσω εκείνη την μέρα.» Ο θάνατος του Μπάρτον έκανε αβέβαιο το μέλλον των Metallica. Τελικά, τα 3 μέλη αποφάσισαν ότι ο Μπάρτον θα ήθελε να συνεχίσουν, και με τις ευλογίες της οικογένειας του, το συγκρότημα συνέχισε.
Περίπου 40 άτομα πήγαν στις οντισιόν των Metallica, ανάμεσά τους οι παιδικοί φίλοι του Χάμμετ, Λες Κλέιπουλ (Les Claypool) των Primus, Τρόυ Γκρέγκορυ (Troy Gregory) των Prong και ο Τζέισον Νιούστεντ (Jason Newsted) των Flotsam and Jetsam. Ο Νιούστεντ έμαθε όλα τα τραγούδια των Metallica και μετά από την οντισιόν οι Metallica τον κάλεσαν στο Tommy's Joynt στο Σαν Φρανσίσκο. Οι Χέτφιλντ, Ούλριχ και Χάμμετ αποφάσισαν ότι ο Νιούστεντ μπορούσε να αντικαταστήσει τον Μπάρτον και η πρώτη του ζωντανή εμφάνιση με τους Metallica ήταν στο Country club στην Ρισέντα της Καλιφόρνιας. Λέγεται πως οι Metallica για να τον "εντάξουν" στην παρέα τους του έδωσαν να φάει μια μπάλα από γουασάμπι.
Οι Metallica τέλειωσαν την περιοδεία τους στους πρώτους μήνες του 1987 και τον Αύγουστο του έτους εκδόθηκε ένα EP (Extended Play) με όνομα The $5.98 E.P.: Garage Days Re-Revisited. Το ΕΡ περιείχε 5 κομμάτια με διασκευές τραγουδιών άλλων καλλιτεχνών και ηχογραφήθηκε για να δοκιμάσουν τον ήχο του νέου τους studio, το ταλέντο του Νιούστεντ και να ανακουφιστεί το στρες και η θλίψη από τον θάνατο του Μπάρτον. Ένα βίντεο με όνομα Cliff'em All εκδόθηκε το 1987 που έδειχνε την ζωή του Μπάρτον στα τρία του χρόνια με τους Metallica. Το βίντεο περιέχει τραγούδια από live εμφανίσεις των Metallica από την εποχή του Μπάρτον, σκηνές από την καθημερινή ζωή τους και κάποια ακυκλοφόρητα σόλο του Μπάρτον από live στιγμές.
...And Justice for Αll (1988)[Επεξεργασία 
Το ...And Justice for All ήταν το πρώτο studio άλμπουμ των Metallica μετά τον θάνατο Μπάρτον και εκδόθηκε το 1988. Το άλμπουμ ήταν μια εμπορική επιτυχία παίρνοντας την 6 θέση στα Billboard Charts και παίρνοντας θέση στο Top 10. Το άλμπουμ έγινε πλατινένιο μετά από 9 εβδομάδες. Το μπάσο του Νιούστεντ είχε χαμηλωθεί, ως ένα κομμάτι πειράγματος που δεχόταν, και οι μουσικές του ιδέες αγνοούνταν (αν και έγραψε ένα τραγούδι δικό του, το Blackened). Υπήρχαν παράπονα για την παραγωγή του άλμπουμ: o Steve Huey του περιοδικού Allmusic έγραψε ότι τα ντραμς και οι κιθάρες είχαν πολύ τρέμουλο και βάθος. Η πειριοδεία Damaged Justice ακολούθησε αυξάνοντας τη διασημότητα του.
Το 1989, οι Metallica πήραν την πρώτη τους υποψηφιότητα για Βραβείο Γκράμι, στην κατηγορία Best Hard Rock/Metal Performance Vocal or Instrument. Αν και οι Metallica ήταν το φαβορί, το βραβείο δόθηκε στους Jethro Tull για το άλμπουμ Crest of a Knave. Το αποτέλεσμα οδήγησε σε αντιπαράθεση μεταξύ των φαν και του τύπου, ενώ οι Metallica καθόταν πίσω από την σκηνή περιμένοντας να πάρουν βραβείο για την παράσταση του τραγουδιού One. Οι Jethro Tull είχαν συμβουλευτεί να μην γιορτάσουν την επιτυχία τους, καθώς όλος ο κόσμος περίμενε τους Metallica να νικήσουν. Τα βραβεία γράφτηκαν στην εφημερίδα Entertainment Weekly ως ένα από τα «10 μεγαλύτερα προβλήματα των Γκράμι». Τρία χρόνια αργότερα, Ο Ούλριχ αναφέρθηκε στα βραβεία του 1989 όταν έπαιρνε Γκράμι λέγοντας «Πρέπει να ευχαριστήσουμε τους Jethro Tull που δεν έβγαλαν άλμπουμ φέτος»".
Οι κριτικές αυτές οδήγησαν την επιτροπή των Βραβείων στον διαχωρισμό της κατηγορίας σε Best Hard Rock Performance και Best Metal Performance, από την επόμενη κιόλας χρονιά. Το 1990 οι Metallica κατέκτησαν το πρώτο τους βραβείο Γκράμι στην καινούρια κατηγορία (Best Metal Performance) για το One, ενώ και τα επόμενα 2 χρόνια ήταν οι νικητές της κατηγορίας (το 1991 για την covered έκδοση του τραγουδιού των Queen Stone Cold Crazy και το 1992 για το άλμπουμ Metallica).
Μετά την έκδοση του ...And Justice for All οι Metallica έβγαλαν το πρώτο τους βίντεο κλιπ, για το σινγκλ One. Το βίντεο τραβήχτηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και αναμείχθηκε με σκηνές από την ταινία Johnny got his Gun. Οι Metallica πήραν τα πνευματικά δικαιώματα για την ταινία. Το αναμειγμένο βίντεο δόθηκε στο MTV, αν και στο MTV είχαν απαγορεύσει τις αναμεμειγμένες εκδόσεις. Τελικά το κανάλι αποδέχτηκε την αναμειγμένη έκδοση και το βίντεο ήταν η πρώτη έκθεση των θεατών του στους Metallica. Το βίντεο πήρε την 38η θέση το 1999 στα «100 Καλύτερα βίντεο όλων των εποχών» του MTV.
Τα σιγκλς του άλμπουμ είναι: "Eye of the Beholder" · "Harvester of Sorrow" · "…And Justice for All" · "One"
Οι Metallica τη δεκαετία του 1990

Επέκταση
Αυτή η ενότητα του λήμματος χρειάζεται επιπλέον πληροφορίες. Μπορείτε να βοηθήσετε στην περαιτέρω ανάπτυξή της.

Metallica (The Black Album)[Επεξεργασία
Τον Οκτώβριο του 1990 εκδόθηκε το Black Album το οποίο πούλησε 650.000 αντίγραφα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του. Πήρε την πρώτη θέση στα Billboard Charts και είναι το 25ο πιο επιτυχημένο άλμπουμ στην Αμερική. Τα σινγκλς είναι: "Enter Sandman" · "Don't Tread on Me" · "The Unforgiven" · "Nothing Else Matters" · "Wherever I May Roam" · "Sad but True".
Live Shit: Binge & Purge[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1993 εκδόθηκε το πρώτο live άλμπουμ των Metallica, το Live Shit: Binge & Purge, το οποίο περιείχε 3 CD και 3 κασέτες VHS. Κατέκτησε την 26η θέση στα Billboard Charts και έχει γίνει 15 φορές πλατινένιο.
Load και ReLoad
Το 1996 εκδόθηκε το Load το οποίο κατέλαβε την 1η θέση στα Billboard Charts. Έχει γίνει χρυσό στην Μεγάλη Βρετανία και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει 5 εκατομμύρια αντίγραφα. Το 1997 βγήκε το ReLoad το οποίο λέγεται ότι είναι το δεύτερο μισό του Load. Έχει ακριβώς τα ίδια στατιστικά με το προηγούμενο του άλμπουμ. Τα σινγκλς είναι: Until It Sleeps" · "Ain't My Bitch" · "Hero of the Day" · "Mama Said" · "King Nothing" · "Bleeding Me" · "The Memory Remains" · "The Unforgiven II" · "Fuel" · "Better than You".
Garage.Inc[Επεξεργασία 
Το 1998 εκδόθηκε το Garage.Inc το οποίο είναι cover album από τους Metallica. Περιέχει όλο το Garage Days Re-revisited και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών. Πήρε την 2η θέση στα Billboard Charts και έχει πουλήσει πάνω από 5 εκατομμύρια αντίγραφα μέχρι σήμερα. Τα σινγκλς είναι: "Turn the Page" · "Whiskey in the Jar" · "Die, Die My Darling".
S&M[Επεξεργασία
Το 1999 εκδόθηκε το 2ο live άλμπουμ των Metallica, το S&M, το οποίο ήταν το τελευταίο άλμπουμ του Τζέισον Νιούστεντ με τους Metallica. Πρόκειται για μια ηχογράφηση των Metallica από το θέατρο Berkeley Community Theatre με την συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σαν Φρανσίσκο, υπό την διεύθυνση του Μάικλ Κάμεν (Michael Kamen). Η ηχογράφηση έγινε σε δύο παραστάσεις, στις 21 και 22 Απριλίου του 1999. Κατά κύριο λόγο περιέχει παλαιότερα τραγούδια του συγκροτήματος, αλλά και δύο νέα τραγούδια, το «No Leaf Clover» και το «Human», καθώς και μια έκδοση του «The Ecstasy of Gold» του Ένιο Μορικόνε.
Το άλμπουμ πήρε την 2η θέση στα Billboard Charts και πούλησε πάνω από 6 εκατομμύρια άλμπουμ. Επίσης έγινε 6 φορές πλατινένιο. Το μοναδικό σινγκλ είναι το No Leaf Clover.
Τα νεότερα χρόνια

Επέκταση
Αυτή η ενότητα του λήμματος χρειάζεται επιπλέον πληροφορίες. Μπορείτε να βοηθήσετε στην περαιτέρω ανάπτυξή της.

St.Anger[Επεξεργασία 
Το 2003 εκδόθηκε το 8ο στούντιο άλμπουμ των Metallica, το St. Anger. Το άλμπουμ κατέλαβε την 1η θέση στα charts 30 χωρών και δέχτηκε σκληρή κριτική από διάφορα περιοδικά. Τα singles είναι: "St. Anger" · "Frantic" · "The Unnamed Feeling" · "Some Kind of Monster". Τη θέση του μπασίστα κάλυψε ο παραγωγός του άλμπουμ (καθώς και του The Black Album) Bob Rock, καθώς ο Τζέισον Νιούστεντ (Jason Newsted) έφυγε από το συγκρότημα το 2001, τόσο στα τότε live των Metallica όσο και στο St. Anger. Στις 24 Φεβρουαρίου 2003, μετά από ακροάσεις, οι Metallica επιλέγουν ως νέο τους μπασίστα τον Ρόμπερτ Τρουχίγιο (Robert Trujillo).
Death Magnetic[Επεξεργασία
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2008 εκδόθηκε το 9ο άλμπουμ των Metallica, το Death Magnetic, το οποίο κατέλαβε την πρώτη θέση στα Billboard Charts και οδήγησε τους Metallica να βραβευτούν ως το μόνο συγκρότημα που έχει 5 no1 άλμπουμ. Τα σίνγκλς είναι: "The Day That Never Comes" · "My Apocalypse" · "Cyanide" · "The Judas Kiss" · "All Nightmare Long" · "Broken, Beat & Scarred".
Lulu[Επεξεργασία
Αφού συμμετείχαν στις συναυλίες των «Τεσσάρων Μεγάλων» στην Ευρώπη και την Αμερική το 2010 και το 2011 (μαζί με τους Slayer, Megadeth, και Anthrax), στις 15 Ιουνίου 2011 οι Metallica ανακοίνωσαν την συνεργασία τους με τον Λου Ριντ των The Velvet Underground. Η συνεργασία αυτή κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο στα τέλη Οκτωβρίου του 2011 με τον τίτλο Lulu. Το νέο άλμπουμ περιέχει 10 τραγούδια, οι στοίχοι των οποίων είναι γραμμένοι από τον Reed, ενώ η μουσική από τον Reed και τους Metallica.
Beyond Magnetic[Επεξεργασία 
Το Beyond Magnetic περιέχει 4 τραγούδια τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στο Death Magnetic κυρίως λόγω φυσικών περιορισμών (χωρητικότητα CD). Τα τραγούδια αυτά είναι: "Hell And Back", "Hate Train", "Just A Bullet Away", "Rebel of Babylon", και εκτελέστηκαν live ένα διαφορετικό τραγούδι ανά ημέρα στα 30th anniversary shows των Metallica. Το EP κυκλοφόρησε στις 30 Ιανουαρίου 2012 σε CD, και πούλησε 36.000 αντίτυπα κατά την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του. Έχει συνολική διάρκεια 29 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα.
Βραβεία[Επεξεργασία

Το έμβλημα που δείχνει την ένταξη των Metallica στα Hall of Fame (Bay Area Music Award)
Μεταξύ άλλων βραβείων που έχουν κατακτήσει, ξεχωρίζουν τα παρακάτω:
Βραβεία Grammy:[11]
1990: Best Metal Performance – «One»
1991: Best Metal Performance – «Stone Cold Crazy»
1992: Best Metal Performance – Metallica (άλμπουμ)
1999: Best Metal Performance – «Better than You»
2000: Best Hard Rock Performance – «Whiskey in the Jar»
2001: Best Rock Instrumental Performance – «The Call of Ktulu» με τον Michael Kamen και την συμφωνική ορχίστρα του Σαν Φρανσισκο.
2004: Best Metal Performance – «St. Anger»
2009: Best Metal Performance – «My Apocalypse»
2009: Best Recording Package - Death Magnetic (άλμπουμ)
MTV Video Music Awards:
1992: Best Metal Video – «Enter Sandman»
1996: Best Metal Video – «Until It Sleeps»
American Music Awards:
1996: Favorite Artist: Heavy Metal/Hard Rock: Metallica – Load (άλμπουμ)
1996: Favorite Metal/Hard Rock Song – «Until It Sleeps»
Billboard Music Awards:
1997: Billboard Rock and Roll Artist of the Year – Metallica (RIAA Diamond Award)
1999: Catalogue Artist of the Year – Metallica
1999: Catalogue Album of the Year – Metallica (άλμπουμ)
Kerrang! Awards:
2003: Hall of Fame – Metallica
Δισκογραφία

Έτος Άλμπουμ Η.Π.Α. Αγγλία Γερμανία Νορβηγία Φινλανδία Σουηδία Ολλανδία Αυστρία Αυστραλία Καναδάς Επίπεδο βράβευσης ΗΠΑ
1983 Kill 'em All 120 - - - 12 28 - 129 55 - 3 x Πλατινένιος
1984 Ride the Lightning 100 87 - 40 9 22 - 126 37 - 6 x Πλατινένιος
1986 Master of Puppets 29 41 31 34 7 14 - 111 33 54 6 x Πλατινένιος
1988 ...And Justice for All 6 4 5 8 8 5 39 12 16 13 8 x Πλατινένιος
1991 Metallica (Black Album) 1 1 1 1 4 1 1 5 1 1 16 x Πλατινένιος
1993 Live Shit Binge And Purge (Live) 26 - 68 32 81 149 - - 18 - 15 x Πλατινένιος
1996 Load 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 5 x Πλατινένιος
1997 ReLoad 1 4 1 1 1 1 1 1 2 2 4 x Πλατινένιος
1998 Garage Inc. 2 29 1 1 1 1 8 3 2 - 5 x Πλατινένιος
1999 S&M 2 33 1 1 2 1 - 7 1 - 6 x Πλατινένιος
2003 St. Anger 1 3 1 1 1 1 2 1 1 1 2 x Πλατινένιος
2008 Death Magnetic 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 2 x Πλατινένιος













Σάββατο 11 Μαΐου 2013

                     Λαυρέντης Μαχαιρίτσας


  

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, γεννημένος στο Βόλο στις 5 Νοεμβρίου 1956, είναι Έλληνας μουσικός, τραγουδοποιός και ερμηνευτής της ελληνικής ροκ σκηνής.

Βιογραφικά στοιχεία  
Ο Μαχαιρίτσας γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1956 στο Βόλο. Από πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με την μουσική. Αργότερα θα εργαστεί χειρωνακτικά στην αποθήκη κάποιας δισκογραφικής εταιρείας, στην οποία αργότερα κατά σύμπτωση θα κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ. Ακολουθούν διάφορες δουλειές, ενώ μετά τη στρατιωτική του θητεία αρχίζει να τραγουδάει αντάρτικα με τον Πάνο Τζαβέλα στη «Συντροφιά». Στα 20 του χρόνια δημιουργεί με τον Παύλο Κικριλή και τον Τάκη Βασαλάκη το συγκρότημα P.L.J. Το 1983 οπότε και κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος του συγκροτήματος, το τελευταίο μετονομάζεται σε «Τερμίτες», όνομα που παραπέμπει στους Beatles (σκαθάρια). Το 1989 ξεκινά η προσωπική του σταδιοδρομία ως συνθέτης και ερμηνευτής.
Έχει συνεργαστεί δισκογραφικά και έχουν τραγουδήσει τραγούδια του οι: Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος, Δήμητρα Γαλάνη, Δημήτρης Μητροπάνος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Πυξ Λαξ, Γιάννης Κότσιρας, Γιώργος Μαργαρίτης, Βαγγέλης Κονιτόπουλος, Αναστασία Μουτσάτσου, Μίλτος Πασχαλίδης, Κατερίνα Στανίση. Επίσης, έχει συνεργαστεί επί σκηνής με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τη Χαρούλα Αλεξίου, το Δημήτρη Μητροπάνο, το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το Νότη Μαυρουδή, την Αναστασία Μουτσάτσου, τον Κώστα Μακεδόνα κ.ά.
Δισκογραφία  

Ο Μαγαπάς και η Σαγαπώ (1989)
Διδυμότειχο Blues (1991)
Ρίξε Κόκκινο Στην Νύχτα (1993)
Η Νύχτα Θα Το Πει (1994)
Παράθυρα Που Κούρασε Η Θέα (1995)
Παυσίλυπον (1997)
Έτσι Δραπετεύω Από Τις Παρέες (1999)
Ένας κι Ένας (2000)
Το Διάλειμμα Κρατάει Δυο Ζωές (2001)
Στο Αφιερώνω (2003)
Χρειάζεται ένα θαύμα εδώ (2004)
Αλκυονίδες Μέρες (2005)
Ήρωες με Καρμπόν (2006)
Τόσα χρόνια μια ανάσα (2007)
Η Ενοχή των Αμνών (2010)
Οι άγγελοι ζουν ακόμα στη Μεσόγειο (2012)









                      Παύλος Σιδηρόπουλος




Ο Παύλος Σιδηρόπουλος (27 Ιουλίου 1948 - 6 Δεκεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της Ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής.
Πρώτα Χρόνια 
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος απο την πλευρά του πατέρα του καταγόταν απο τον Πόντο[1], ενώ απ την πλευρά της μητέρας του ήταν δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου. Γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα[2][3] (μερικές πηγές αναφέρουν και τις 20 ή 28 Ιουλίου). Ξεκίνησε την καριέρα του το 1970 από τη Θεσσαλονίκη όπου γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη και δημιούργησαν το συγκρότημα-ντουέτο "Δάμων και Φιντίας". Κυκλοφορούν το 7" «Το ξέσπασμα/Ο κόσμος τους» και συμμετέχουν με δύο κομμάτια στο δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο». Στο Κύτταρο γνωρίζονται με τους Θανάση Γκαϊφύλλια, Δημήτρης Πουλικάκος αλλά και με τα "Μπουρμπούλια" που έπαιζαν με τον Σαββόπουλο. Το ντουέτο ενσωματώνεται με τα "Μπουρμπούλια" και το νέο σχήμα κυκλοφορεί το δίσκο "Ο Ντάμης ο ληστής" λογοκριμένο σε "Ο Ντάμης ο σκληρός". Μαζί είναι από το 1972 έως το 1974. Με αυτό το σχήμα ο Παύλος Σιδηρόπουλος άρχισε τα πρώτα του πειράματα για να παντρέψει το ροκ με την Ελληνική μουσική. Αργότερα το συγκρότημα διαλύεται και τα "Μπουρμπούλια" ακολουθούν τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ως τραγουδιστής στα έργα του "Οροπέδιο", "Θεσσαλικός κύκλος", "Τολμηρή επικοινωνία" και "Ηλεκτρικός Θησέας".
Επαγγελματική σταδιοδρομία 
Το 1976 μαζί με τους αδερφούς Σπυρόπουλους οργάνωσε το συγκρότημα «Σπυριδούλα». Με αυτό το σχήμα δημιούργησε τον δίσκο "Φλού". Το 1979 μαζί με τους μουσικούς Παπαντίνα, Νέστορα και Τζιμόπουλο φτιάχνει το σχήμα "Εταιρία Καλλιτεχνών" με αγγλικό στίχο. Το σχήμα αυτό δεν κυκλοφορεί δίσκο. Ένα όμως τραγούδι από αυτήν την περίοδο, το "Clown", περιλαμβάνεται στον κατοπινό του δίσκο "Zorba the freak". Εκείνη την περίοδο κάνει και την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου "Ο Ασυμβίβαστος" όπου και ερμηνεύει τα τραγούδια του soundtrack. Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη "Οικογένεια Ζαρντή" (ΕΡΤ). Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος καταλήγει σε ένα σχήμα που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί του μέχρι το τέλος, τους "Απροσάρμοστους". Μαζί ηχογραφούν μιά σειρά σημαντικών δίσκων και έχουν συνεχή ζωντανή παρουσία. Το 1982 κυκλοφορούν το "Εν λευκώ". Τα τραγούδια "Η" και "Αντεργκράουντ με στράς" λογοκρίνονται, για "προτροπή στη χρήση ναρκωτικών" και το τραγούδι "Ύστατη στιγμή" για "προσβολή της δημοσίας αιδούς". Το 1985 κυκλοφορούν το "Zorba the freak". Το 1987 πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση στο Ηρώδειο στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου "Τολμηρή επικοινωνία" -που κυκλοφόρησε και σε δίσκο με αυτό τον τίτλο- ερμηνεύοντας τραγούδια σε στίχους του Δημήτρη Βάρου και απαγγέλοντας ποιήματα του ιδίου από το βιβλίο "Θηρασία". Το 1988 συμμετέχει στο δίσκο "Ηλεκτρικός Θησέας" (μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι Δημήτρης Βάρος). Το 1989 κυκλοφορεί το "Χωρίς μακιγιάζ" (ηχογραφημένος ζωντανά στο Μετρό).
Θάνατος 
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Αυτή η ιστορία και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο Αν. Ο Παύλος άρχισε να εμφανίζεται με το χέρι δεμένο. Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο. Το απόγευμα όμως της 6ης Δεκεμβρίου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης στο σπίτι μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο. Κηδεύεται στον Κόκκινο Μύλο.
Τον επόμενο χρόνο οι Απροσάρμοστοι κυκλοφορούν τον δίσκο "Άντε και καλή τύχη μάγκες", όπου ορισμένα τραγούδια είχε προλάβει να τα ηχογραφήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος και τα υπόλοιπα τα ερμήνευσαν διάφοροι καλλιτέχνες. Μεταξύ αυτών οι, Γιάννης Γιοκαρίνης, Γιάννης Αγγελάκας και Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Το 1992 κυκλοφορεί ο δίσκος "Τα μπλουζ του πρίγκηπα". Ο δίσκος αυτός περιέχει πειραματικές ηχογραφήσεις που έγιναν από το 1979 ως το 1981. Ήταν ο καρπός των προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει από το 1972. Εδώ ο Παύλος Σιδηρόπουλος παντρεύει το μπλουζ με το ρεμπέτικο. Το 1994 κυκλοφορεί ο διπλός δίσκος "Εν αρχή ην ο λόγος", με ζωντανές ηχογραφήσεις από το 1978 μέχρι το 1989, την απαγγελία ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μουσική" και απόσπασμα από μια συνέντευξή του στην ΕΤ2. Πολλά από τα τραγούδια του δίσκου εκδίδονται για πρώτη φορά.


                       

                                                               
                  

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013


             Βασίλης Παπακωνσταντίνου



Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι Έλληνας τραγουδιστής και συνθέτης.
 Γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1950 στο χωριό Βάστα της Αρκαδίας κοντά στη Μεγαλόπολη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε εκεί (έως τα 7 του) και μερικές εμπειρίες του απ΄ αυτά τις έκανε τραγούδια, όπως τη "Σφεντόνα". Στα 12 του χρόνια πήρε την πρώτη του κιθάρα. Αργότερα συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής όπου έκανε και τα πρώτα του μουσικά βήματα. Το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσε σε Ιταλικό στίχο σε διάφορα κλαμπ, το ονόμασε CROSSWORDS.
Άρχισε να τραγουδά έντεχνο ελληνικό τραγούδι στις αρχές της δεκαετίας του '70.
Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πήγε στη Γερμανία - στο Μόναχο όπου συμμετείχε σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών. Η πρώτη του σημαντική γνωριμία έγινε το καλοκαίρι του 1974, συναντώντας, στο Παρίσι, το Μίκη Θεοδωράκη. Η συνεργασία τους όμως έμελλε να αρχίσει δύο χρόνια αργότερα.
Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε ουσιαστικά την επαγγελματική του πορεία στο τραγούδι. Τραγούδησε σε μπουάτ και ηχογράφησε ένα μικρό δίσκο 45 στροφών. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοΐζου «Τα τραγούδια του δρόμου».
Το 1975 ηχογράφησε «Τα αγροτικά» του Θωμά Μπακαλάκου. Την ίδια εποχή γνώρισε δυο συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά στην πορεία του. Τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου ήταν ιδανική για να εκφράσει το δυναμισμό και τη λυρικότητα τους.
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά στη δισκογραφία με το Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Της εξορίας», και το 1978 ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του. Τραγούδησε σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Στην Ελλάδα, συμμετείχε ενεργά σε εκδηλώσεις του νεολαιίστικου και του εργατικού κινήματος. Τραγούδησε σε απεργίες, συγκεντρώσεις και συναυλίες αλληλεγγύης κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Από εκείνη την εποχή, λίγο πριν το πέρασμα στη δεκαετία του "80, αρχίζει να εκδηλώνει τις επιρροές του από τη διεθνή ροκ μουσική σκηνή.
Ερμηνεύει τραγούδια με ήχο σαφώς πιο ηλεκτρικό και στίχο πιο αιχμηρό και πιο παρεμβατικό. Αυτό γ    ίνεται σταδιακά, ξεκινώντας με δύο δίσκους που κυκλοφόρησαν το 1978 και 1982 αντίστοιχα. Ο πρώτος είχε ως τίτλο το όνομα του και περιλάμβανε τραγούδια του Αντώνη Βαρδή, και διασκευές τραγουδιών του Διονύση Σαββόπουλου και του Μίκη Θεοδωράκη. Ο δεύτερος, το «Φοβάμαι», με τραγούδια του Μάνου Λοΐζου, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Γιάννη Ζουγανέλη και του Γιάννη Γλέζου,γνωρίζει μεγάλη αποδοχή και θεμελιώνει την μετέπειτα πορεία του μέχρι σήμερα.
Γνωρίστηκε με τον Νικόλα Άσιμο, και συμμετείχε στον πρώτο του δίσκο «Ο Ξαναπές» (1982),ερμηνεύοντας δύο τραγούδια. Ο Άσιμος ήταν ο δεύτερος άνθρωπος, μετά τον Λοΐζο, που τον επηρέασε αρκετά με την ιδιότυπη προσωπικότητά του.
Το 1984 με την «Διαίρεση» ο καινούργιος ήχος του αποκρυσταλλώνεται. Το 1987 το επαληθεύει με τα «Χαιρετίσματα» , με τραγούδια δικά του, του Νικόλα Άσιμου, της Αφροδίτης Μάνου και του Χρήστου Τόλιου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας κατ' εξοχήν "συναυλιακός" καλλιτέχνης. Τον Απρίλιο του 1985, 16.000 θεατές συγκεντρώνονται στην πρώτη του μεγάλη προσωπική συναυλία, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Το επαναλαμβάνει τον Ιούνιο του 1987 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Από τότε, οι συναυλίες του αποτελούν γεγονότα και σημεία αναφοράς της μαζικότητας.
Το Σεπτέμβριο του '85 συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία-αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο, που πραγματοποιήθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, μαζί με τον Γ. Νταλάρα, την Χ. Αλεξίου, την Δ. Γαλάνη και τον Γ. Καλατζή.
Το τέλος της δεκαετίας του '80 τον βρήκε να ερμηνεύει τους "σκληρούς" στίχους του Κώστα Τριπολίτη, σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου στο δίσκο «Όλα Από Χέρι Καμμένα» το 1988. Το 1989, κυκλοφορεί το «Χορεύω», ένας δίσκος ο οποίος περιέχει μερικά από τα πλέον δημοφιλή τραγούδια του, όπως τα «Ελλάς», «Βικτώρια», «Για μένα τραγουδώ»(διασκευή του "Crusader",του Chris De Burgh) κ.α.
Ακολούθησε ο δίσκος «Χρόνια Πολλά» το 1991, ενώ προηγουμένως κυκλοφόρησε η ζωντανή ηχογράφιση των εμφανίσεων που πραγματοποίησε μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα στο Αττικόν το Φεβρουάριο του '91.
Το 1992 τραγούδησε για δεύτερη φορά - μετά το 1978 στο «Σταυρό του Νότου» - Νίκο Καββαδία και Θάνο Μικρούτσικο στο δίσκο «Γραμμές των Οριζόντων».
Ερμήνευσε πάλι Νικόλα Άσιμο το 1992 στο «Φαλιμέντο του κόσμου» και στα επόμενα χρόνια, κυκλοφόρησε τη «Σφεντόνα» το 1992 και το «Δε Σηκώνε»ι το 1994, με συνεργάτες του τους Αλκη Αλκαίο, Χριστόφορο Κροκίδη, Βασίλη Γιαννόπουλο, Σταμάτη Μεσημέρη, Αφροδίτη Μάνου, Οδυσσέα Ιωάννου, Μίνω Μάτσα.
Ηχογράφησε δύο δίσκους με μελοποιημένα ποιήματα δύο εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών. Το δίσκο «Καρυωτάκης» το 1984 σε συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη και το «Φυσάει» το 1993, με ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Γιώργου Τσαγκάρη.
Τον Απρίλιο του 1997 κυκλοφορεί ο δίσκος με τίτλο «Πες μου ένα ψέμα να αποκοιμηθώ» περιλαμβάνοντας τραγούδια του Νικόλα Άσιμου, του πρωτοεμφανιζόμενου Απόστολου Μπουλασίκη, του Σταμάτη Μεσημέρη, του Γιάννη Ιωάννου, του Βασίλη Γιαννόπουλου, του Χριστόφορου Κροκίδη καθώς και το «Μάλιστα Κύριε» του Γιώργου Ζαμπέτα και του Αλέκου Καγιάντα.
Tον Ιανουάριο του 1999 κυκλοφόρησε ο δίσκος με τίτλο «Να με φωνάξεις» με τραγούδια του ίδιου, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Χριστόφορου Κροκίδη , Αποστόλη Μπουλασίκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, Οδυσσέα Ιωάννου, Βασίλη Γιαννόπουλου και Ιάκωβου Αυλητή ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου κυκλοφορεί η «Θάλασσα στη σκάλα», δουλειά στην οποία για ακόμη μια φορά συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου.
Ένα χρόνο αργότερα οι «Χαμένες Αγάπες» κάνουν την εμφάνισή τους στα ράφια των δισκοπωλείων. Ο Χριστόφορος Κροκίδης, στενός συνεργάτης του για 20 σχεδόν χρόνια υπογράφει τη μουσική και ο Βασίλης Γιαννόπουλος τους στίχους. Ακολουθεί δυο χρόνια αργότερα, το 2002, το «Προσέχω Δυστυχώς» σε στίχους και μουσική του Μάνου Ξυδούς.
Το 2003 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γιόρτασε τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία με μια μοναδική συναυλία στην Πετρούπολη, όπου παρέα με 10.000 φίλους του μας θύμισε στιγμές από όλη του την μέχρι τότε πορεία του στο τραγούδι.
Το 2004 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Φρέσκο Χιόνι». Περιλαμβάνει 13 τραγούδια σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή, Γιώργου Ανδρέου, Κώστα Λειβαδά, Νίκου Ζούδιαρη, Οδυσσέα Ιωάννου, Νίκου Ζιώγαλα και Μανώλη Φάμελου ενώ επίσης περιλαμβάνονται δυο διασκευές, μία του Οδυσσέα Ιωάννου με το «Σ’ αγαπάω ακόμα» καθώς και το «Πως να σωπάσω» σε στίχους Κώστα Κινδύνη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.
Τον Μάιο του 2005 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έδωσε μια εντυπωσιακή συναυλία στο Ηρώδειο με τη συνοδεία πολλών αξιόλογων μουσικών, της Femin Arte υπό την διεύθυνση του Γιώργου Γεωργιάδη και με την ενορχήστρωση του Νίκου Καλαντζάκου. Η συναυλία ηχογραφήθηκε και στα τέλη του ίδιου χρόνου κυκλοφόρησε σε διπλό cd και dvd.
Τον Μάρτιο του 2007 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Μετωπική" σε στίχους του Γιώργου Κλεφτογιώργου και μουσικές των: Σοφίας Βόσσου, Τάνιας Κικίδη, Θανάση Τάσση, Λάκη Παπαδόπουλου, Ρουσσέτου Δημητρόγλου, Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αντώνη Βαρδή, Φίλιππου Πλιάτσικα, Μάνου Πυροβολάκη, Νίκου Κυπουργού.
Τον Ιούνιο του 2008, ο Βασίλης βγάζει τον καινούριο του δίσκο με τίτλο "Βατόμουρα", σε στίχους και μουσική του Σταμάτη Μεσημέρη.
Τον Απρίλιο του 2009 κυκλοφορεί η νέα δουλειά του με τίτλο: "Ουράνια τόξα κυνηγώ", σε στίχους που του Άλκη Αλκαίου, ενώ γράφει τη μουσική και ενορχηστρώνει όλα τα τραγούδια του μουσικού δίσκου. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, συμμετέχει στη συναυλία των Scorpions που γίνεται στο στάδιο Καραϊσκάκη, την οποία παρακολούθησαν 35.000 θεατές. Σημαντικό σημείο της βραδιάς, η κοινή ερμηνεία του Klaus Meine με τον τραγουδιστή, στο τραγούδι "Holiday". Η ίδια συναυλία, διοργανώθηκε αμέσως μετά και στη Λάρισα στο στάδιο Αλκαζάρ.
Το Μάιο του 2010, κυκλοφορεί η δισκογραφική δουλειά "Το παιχνίδι παίζεται", με στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, που αποτέλεσε τον δεύτερο δίσκο που ο ίδιος ο τραγουδιστής συνέθεσε. Στο τραγούδι "Σαν ναυαγός", τραγουδά ντουέτο με το Δημήτρη Μητροπάνο. Το Μάιο του 2011, συμμετέχει στις συναυλίες του ιστορικού συγκροτήματος της ξένης ροκ σκηνής Deep Purple. Η συναυλία διοργανώθηκε εκτός από την Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Πάτρα, στο Ηράκλειο και στη Λευκωσία.
Στα τέλη του 2011, σε συνεργασία με τον στιχουργό Οδυσσέα Ιωάννου, κάλει μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του, νέους μουσικούς να συνθέσουν τις δικές τους μελωδίες για το δίσκο, μια κίνηση που θεωρήθηκε πρωτοποριακή. Ο δίσκος κυκλοφορεί το Νοέμβριο του 2012, με τίτλο "Αφετηρία".











Τρίτη 12 Μαρτίου 2013


                                 Πυξ Λαξ


Οι Πυξ Λαξ ήταν ελληνικό έντεχνο / εναλλακτικό συγκρότημα, που κατά τη δεκαπενταετή πορεία του στην ελληνική μουσική σκηνή σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία, έχοντας στο ενεργητικό του δώδεκα χρυσούς και πλατινένιους δίσκους [1]. Δημιουργήθηκαν το 1989 και εμφανίστηκαν στη δισκογραφία το 1990 με το δίσκο "Τι άλλο να πεις πιο απλά". Η ονομασία τους προέρχεται από την αρχαιοελληνική γλώσσα και σημαίνει "Με γροθιές και κλωτσιές". Το συγκρότημα διαλύθηκε το 2004.[2] Επανασυνδέθηκε προσωρινά το 2011 με μια πανελλαδική περιοδεία, ως φόρο τιμής στον αποβιώσαντα Μάνο Ξυδούς.
 Τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος ήταν οι Φίλιππος Πλιάτσικας και Μπάμπης Στόκας, ενώ σε αυτούς προστέθηκε αργότερα και ο Μάνος Ξυδούς.
Περιστασιακά μέλοι του συγκροτήματος διετέλεσαν οι μουσικοί Γιώργος Γιαννόπουλος (τύμπανα), Νίκος Γιαννάτος (μπάσο), Δήμητρα Καραμπεροπούλου (ακορντεόν), Άλκης Παπαδόπουλος (πλήκτρα), Κώστας Σαρδέλης (ηλ.μπάσο, κιθάρα), Βασίλης Σπυρόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, παλιότερο μέλος τους συγκροτήματος Σπυριδούλα), Παναγιώτης Σπυρόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, μέλος των Tsopana Rave), και Δημήτρης Κανελλόπουλος (αργότερα μέλος των Domenica).
Πορεία του συγκροτήματος 
Στις αρχές της δεκαετίας του 90, ο Φίλιππος Πλιάτσικας και ο Μπάμπης Στόκας, δυο παιδικοί φίλοι προερχόμενοι από τις δυτικές συνοικίες γύρω από την Αθήνα, παρέδωσαν κάποια ηχογραφημένα τραγούδια στον Μάνο Ξυδούς, ο οποίος εκείνη την περίοδο εργαζόταν σε δισκογραφική εταιρεία και με τη βοήθεια του τρίτου άρχισε να διαφαίνεται δισκογραφικά η ύπαρξη των Πυξ Λαξ. Έναν χρόνο αργότερα πραγματώθηκε ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος.
Ο πρώτος τους δίσκος ονομαζόταν Τι άλλο να πεις πιο απλά και κυκλοφόρησε το 1990. Έναν χρόνο μετά εκδόθηκαν οι Ζόρικοι Καιροί, και 2 χρόνια αργότερα Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί, στον οποίο τους βοήθησε συμμετέχοντας ο Βασίλης Καρράς. Από τον δίσκο αυτό και ύστερα, το συγκρότημα άρχισε να καθιερώνεται και να γίνεται όλο και γνωστότερο στο κοινό.
Ακολουθούν δύο Για τους πρίγκιπες της δυτικής όχθης (1994) που γίνεται χρυσό, και το 1996 το Ο μπαμπούλας τραγουδάει μόνος τις νύχτες όπου είναι το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που γίνεται πλατινένιο.
Το 1997 εκδίδονται δυο άλμπουμ (single + LP) σε συνεργασία με τον Γιώργο Νταλάρα, το Νυχτερινός περίπατος στην Ιερά Οδό και η Ζωντανή ηχογράφηση στην Ιερά Οδό που έγιναν και αυτά πλατινένια. Το δεύτερο μάλιστα έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία, καθώς πούλησε περισσότερα από 100.000 αντίτυπα, πράγμα πρωτόγνωρο έως τότε για το συγκρότημα.
Ακολουθεί η κυκλοφορία του δίσκου Παίξε παλιάτσο, τα τραγούδια σου τελειώνουν (1997) που περιέχει ζωντανές ηχογραφήσεις της περιόδου 1993-1997. Το επόμενο άλμπουμ, η Στίλβη, κυκλοφόρησε το 1998, έγινε πλατινένιο και περιέχει τραγούδια που ακούγονται μέχρι σήμερα όπως τα Μοναξιά μου όλα, Μια συνουσία μυστική, Έπαψες αγάπη να θυμίζεις, Senor (διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού του Μπομπ Ντίλαν). Στη Στίλβη, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται τραγούδια γραμμένα για τις ταινίες "Μοναξιά μου όλα" και "Ο έρωτας κοιμήθηκε νωρίς".
Το 1998 επίσης, το συγκρότημα πραγματοποίησε περιοδεία στην Βρετανία και αποτέλεσμα αυτής ήταν τέσσερις sold-out εμφανίσεις, φαινόμενο πρωτόγνωρο για ελληνικό συγκρότημα σε προσπάθεια εκτός συνόρων.
Ακολουθεί ο διπλός δίσκος με τίτλο Υπάρχουν Χρυσόψαρα εδώ; (1999), όπου στο πρώτο μέρος περιέχονται καινούργια κυρίως κομμάτια ("Μέλυδρον", "You get in love", "Ένα γέλιο κρεμασμένο στο μπαλκόνι", "Πίνακας", "Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ;") αλλά και κάποιες διασκευές παλιότερων κομματιών τους. Στο δεύτερο μέρος συμπεριλαμβάνονται ηχογραφήσεις παλιότερων επιτυχιών του συγκροτήματος από ζωντανές εμφανίσεις. Ο δίσκος ήταν και η μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία, καθώς έγινε τριπλά πλατινένιος.  
Λίγο μετά ακολουθούν δυο cd singles - συνεργασίες με τον Λάκη Παπαδόπουλο (Νετρίνο) και με τους I. Muvrini & Sting (Ασ' την εικόνα να μιλάει).
Ύστερα από κάποια προσωρινή (τουλάχιστον συναυλιακά) αποχή ως συγκρότημα, επανέρχονται στη δισκογραφία το 2001 με Τα δοκάρια στο γρασίδι περιμένουν τα παιδιά, ένα ακόμα διπλό άλμπουμ που γίνεται πλατινένιο.
Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφορούν cd με τις περισσότερες συνεργασίες τους κατά το παρελθόν, που ονομάζουν Από εδώ κι από κει....
Το 2003 κυκλοφορεί το νέο τους άλμπουμ Χαρούμενοι στην πόλη των τρελών στο οποίο συμμετέχουν γνωστά ονόματα της ξένης μουσικής σκηνής όπως ο Έρικ Μπάρτον (γνωστός από τους Animals), ο Gordon Gano (Violent Femmes), οι Marc Almond και Steve Wynn.
Το 2004 οι Πυξ Λαξ ανακοινώνουν πως θα διαλυθούν αφού προηγηθούν συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και ένας ακόμη ζωντανός δίσκος. Ο δίσκος ονομάστηκε Τέλος, και περιέχει πολλά από τα γνωστά τραγούδια τους με συμμετοχές καλλιτεχνών που παραβρέθηκαν στις εμφανίσεις του Λυκαβηττού στις 18 Σεππτεμβρίου του 2004, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Καρράς, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, οι Όναρ, οι Domenica.[4] Αυτό ήταν το τέλος των Πυξ Λαξ, που χαρακτηρίστηκαν ως ένα από τα πιο αξιόλογα ελληνικά συγκροτήματα των τελευταίων δεκαετιών. Με την ολοκλήρωση του κύκλου αυτού τα μέλη του συγκροτήματος ακολούθησαν αυτόνομη δισκογραφικά πορεία.
Επανασύνδεση [Επεξεργασία]
Το 2010, έξι δηλαδή χρόνια μετά την διάλυση του συγκροτήματος, έφυγε από τη ζωή ένα από τα ιδρυτικά μέλη, αλλά και ο εμπνευστής των Πυξ Λαξ ως συνολο, Μάνος Ξυδούς. Ήταν εκείνος που ως παραγωγός στις αρχές, αλλά και ως ενεργό μέλος αργότερα, άφησε το δικό του μουσικό, και όχι μόνο, στίγμα στο συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 2011, οι Πυξ Λαξ επέλεξαν να πραγματοποιήσουν μια μικρή περιοδεία συναυλιών σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας, συναυλίες οι οποίες θα συνέβαιναν αργότερα, επισπεύστηκαν όμως λόγω του θανάτου του Μάνου Ξυδούς ένα χρόνο νωρίτερα, με αποτέλεσμα αυτός ο κύκλος να κλείσει με αυτήν την περιοδεία, ως φόρο τιμής στον Μάνο Ξυδούς.[5]
Οι συναυλίες αυτές έγιναν με ιδιαίτερα μεγάλη προσέλευση, στα Ιωάννινα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Καβάλα, στην Λάρισα, στην Αγία Νάπα της Κύπρου, αλλά η μεγαλύτερη και πολυαναμενόμενη πραγματοποιήθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στις 13 Ιουλίου του 2011, συναυλία η οποία ξεπέρασε τις προσδοκίες, συγκεντρώνοντας περισσότερους από 75.000 ακροατές του συγκροτήματος. Τον Αύγουστο, συνέχισαν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας ξεκινώντας από το Καρπενήσι (6/8) και συνεχίζοντας στην Καλαμάτα (10/8), στην Ολυμπία (12/8), στη Θεσσαλονίκη (7/9), στο Terra Vibe Park στη Μαλακάσα (10/9), στην Πάτρα (17/9), αλλά και στο Ηράκλειο της Κρήτης (26/9).



                                   Ξύλινα Σπαθιά



Τα Ξύλινα Σπαθιά ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά συγκροτήματα της Ελλάδας, προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, που τη δεκαετία του 1990 ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο -προσωπικό- ήχο του, ο οποίος ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής. Μαζί με τις Τρύπες, αποτελούν τα δύο κορυφαία συγκροτήματα στην Ελλάδα.
Η μουσική τους συνδυάζει στοιχεία από την pop, τη rock, και την electronica, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα ελληνικό μελωδικό "χρώμα", ενώ οι έντονα προσωπικοί και βιωματικοί στίχοι του Παύλου Παυλίδη διακρίνονται για την ποιητικότητα και την εικονοπλαστικότητα τους. Γενικότερα, στα τραγούδια των Ξύλινων Σπαθιών κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα συναισθηματικής φόρτισης, που εκφράζεται άλλοτε με εξωστρέφεια και έντονους ρυθμούς και άλλοτε με μιά ήρεμη εσωτερικότητα.
Από το 1993 και μέχρι τη διάλυση τους, το 2003, κυκλοφόρησαν 5 album (4 studio, 1 live) και 1 cd single. Αν και σημείωσαν από νωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία, απέφυγαν να εκτεθούν στα media και διατήρησαν την καλλιτεχνική αυτονομία τους, επιδιώκοντας να εξελίσσουν τον ήχο τους από δίσκο σε δίσκο, αλλά και στις ζωντανές εμφανίσεις, κατά τις οποίες αυτοσχεδίαζαν και "πείραζαν" δημιουργικά τα τραγούδια τους, διατηρώντας το μουσικό τους ένστικτο σε εγρήγορση. Αυτή η διάθεση για πειραματισμό αποτυπώθηκε ιδιαίτερα στο album «Μια ματιά σαν βροχή», που κυκλοφόρησε το 1997 και αποτελεί ίσως τον πιό επιτυχημένο -καλλιτεχνικά- δίσκο του συγκροτήματος και γενικότερα ένα από τα πιο σπουδαία μουσικά και στιχουργικά δείγματα γραφής της ευρύτερης ηλεκτρικής σκηνής της Ελλάδας.
Το αυθεντικό line up των Ξύλινων Σπαθιών αποτέλεσαν οι: Παύλος Παυλίδης (φωνή, κιθάρα), Βασίλης Γκουνταρούλης (πλήκτρα, samplers), Χρήστος Τσαπράζης (μπάσο) και Πάνος Τόλιος (τύμπανα, κρουστά 1993-1997). Μέλη της μπάντας υπήρξαν επίσης οι: Σταύρος Ρωσσόπουλος (κιθάρα 1993-1994), Τάκης Κανέλλος (τύμπανα 1997), Γιάννης Μήτσης (τύμπανα 1998-2003), Κώστας Παντέλης (κιθάρα 2000-2003) και Νίκος Κυριακόπουλος (κρουστά, φωνητικά 2001-2003), ενώ συνεργάστηκαν δισκογραφικά με τους: Γιώργο Τόλιο (κρουστά), Γιώργο Παπάζογλου (κρουστά), Ρίτα Χατζηνικολή (κρουστά), Δήμο Γκουνταρούλη (τσέλο), Φώτη Σιώτα (βιολί) και Αριστείδη Χατζησταύρου (κλασική κιθάρα).
Τα Ξύλινα Σπαθιά είναι ένα από τα εμπορικότερα συγκροτήματα στην Ελλάδα, μαζί με τους Πυξ Λαξ και τις Τρύπες.
 Το 1989, ο Παύλος Παυλίδης, μετά τη συμμετοχή του στο μουσικό συγκρότημα Μωρά στη Φωτιά, πηγαίνει στη Γαλλία και συγκατοικεί με τον φίλο του Νίκο Καντάρη στο Mériel, μια περιοχή κοντά στο Παρίσι. Εκεί δημιουργούν το studio Βrancaleone και ο Παυλίδης ηχογραφεί τα πρώτα demos των τραγουδιών του. Στον Νίκο Καντάρη είναι αφιερωμένοι οι δύο πρώτοι δίσκοι των Ξύλινων Σπαθιών. Στο Παρίσι επίσης γνωρίζεται με τον Γιάννη Μήτση που αργότερα (1998) θα γίνει μέλος του συγκροτήματος.
Το 1992, ο Παυλίδης επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και μαζί με τους Βασίλη Γκουνταρούλη, Χρήστο Τσαπράζη, Πάνο Τόλιο και Σταύρο Ρωσσόπουλο δουλεύουν πάνω στο υλικό που είχε ετοιμάσει κατά τη διαμονή του στη Γαλλία. Με αυτή τη σύνθεση εμφανίζονται, για πρώτη φορά, ζωντανά στην Καρδίτσα ως «Brancaleone». Αργότερα παίρνουν το όνομα «Τα Ξύλινα Σπαθιά» από το ομότιτλο παιδικό βιβλίο του Παντελή Καλιότσου.
Το 1993, κυκλοφορεί το album «Ξεσσαλονίκη» από την Ano-Kato Records. Ο δίσκος περιλαμβάνει 12 τραγούδια μεταξύ των οποίων και τα τραγούδια του Στέλιου Σαλβαδόρ τραγουδιστή , συνθέτη και στιχουργού του συγκροτήματος Μωρά Στη Φωτιά: Αδρεναλίνη,Σαλονίκη ,Γυναίκα που παρουσιάζει ως δικά του ο πρώην κιθαριστας του συγροτήματος Παύλος Παυλίδης και νυν τραγουδιστης των Ξυλινων Σπαθιών χωρίς την άδεια του Στέλιου Σαλβαδόρ με τους τίτλους Αδρεναλίνη ,Ξεσσαλονίκη-Ερώτηση Κλειδί,Καβαλάρης του τρόμου που ηχογραφήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα από το Σεπτέμβριο ως τον Οκτώβριο του 1993 στο studio Magnanimοus του Γιώργου Πεντζίκη στη Θεσσαλονίκη, με ηχολήπτη το Χρήστο Χαρμπίλα, και 2 τραγούδια («Το νερό που κυλάει» και «Πουλιά 2») που προέρχονται από τις ηχογραφήσεις του Παυλίδη στο studio Brancaleone το 1992. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα: «Αδρεναλίνη»(στην πραγματικότητα πρόκειται για τραγούδι του τραγουδιστή του συγκροτήματος Μωρά Στη Φωτιά Στέλιου Σαλβαδόρ,ενώ στον εν λόγω δίσκο παρουσιάζεται σαν τραγούδι του Παυλίδη ), «Τραίνο φάντασμα», «Ρόδες», και «Σιωπή», με κορυφαίο το «Ο Βασιλιάς της σκόνης» που έτυχε μεγάλης απήχησης και αποτελεί πλέον ένα από τα κλασικά τραγούδια της ελληνικής ροκ σκηνής. Μια κριτική του δίσκου από την ιστοσελίδα mic.gr το 2005 αναφέρει: «Το "Ξεσσαλονίκη" πρόκειται για κάτι πολύ πιο σπουδαίο από αυτό που φαινομενικά υπήρξε τότε: ένα νέο ρεύμα για το εγχώριο ροκ...»
Το 1994, τα Ξύλινα Σπαθιά εμφανίζονται ζωντανά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Τα τραγούδια της «Ξεσσαλονίκης» αρχίζουν να μεταδίδονται από το ραδιόφωνο, η ανταπόκριση του κόσμου είναι θετική, και το κοινό τους αρχίζει να μεγαλώνει. Εκείνη την εποχή αποχωρεί οριστικά από το συγκρότημα ο Σταύρος Ρωσσόπουλος, χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο κιθαρίστα.
Το 1995, κυκλοφορεί το album «Πέρα απ' τις πόλεις της ασφάλτου» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 10 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από το Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο του 1994 στο studio Magnanimοus, με ηχολήπτες τους Χρήστο Χαρμπίλα και Τίτο Καρυωτάκη. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα «Ρίτα», «Ό,τι θες εσύ», «Φωτιά στο λιμάνι» και «Ατλαντίς» με κορυφαίο το «Λιωμένο παγωτό» το οποίο αποτελεί τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του γκρουπ, που τους έκανε γνωστούς στο πλατύ κοινό. Εξαιτίας κάποιων νομικών προβλημάτων με την πρoηγούμενη δισκογραφική εταιρεία της μπάντας ο δίσκος αποσύρεται για λίγο καιρό, όμως τα Ξύλινα Σπαθιά δικαιώνονται δικαστικά (μάλιστα στη δίκη που έγινε παρέστη ως μάρτυρας ο Διονύσης Σαβόπουλος) και το album συνεχίζει να κυκλοφορεί κανονικά. Οι πωλήσεις και οι ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις ξεπερνούν κατά πολύ τα αναμενόμενα και ο Παύλος Παυλίδης δηλώνει: «Ο κόσμος σε βοηθάει να πας πιο πάνω, αν έχεις κάπου να πας...»
Το 1996, το «Πέρα απ' τις πόλεις της ασφάλτου» γίνεται χρυσό. Τα Ξύλινα Σπαθιά δίνουν συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και αποκτούν ένα ευρύ ακροατήριο. Το «Λιωμένο παγωτό» και το «Φωτιά στο λιμάνι» είναι τα super hits της ελληνικής νεολαίας.
Το 1997, κυκλοφορεί το album «Μια ματιά σαν βροχή» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 10 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1997 στο studio Magnanimοus, με ηχολήπτες τους Χρήστο Χαρμπίλα και Τίτο Καρυωτάκη. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα «Βροχοποιός», «Δεν έχει τέλος», «Ένα παράξενο τραγούδι», «Στο βράχο» και «Αλλάζει πρόσωπα η θλίψη» με κορυφαίο το εκρηκτικό «Ρομπότ». Το «Μιά ματιά σαν βροχή» είναι το αρτιότερο album των Ξύλινων Σπαθιών και ίσως η σημαντικότερη -καλλιτεχνικά- από όλες τις κυκλοφορίες τους. Εδώ γίνονται πλέον ξεκάθαρες οι προθέσεις της μπάντας να πειραματιστεί σε πιο ηλεκτρονικά ηχητικά μονοπάτια και το synthesizer του Βασίλη Γκουνταρούλη αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθέσεις, τις οποίες υπογράφουν πλέον όλα τα μέλη του γκρουπ. Όσον αφορά τα κείμενα, ο Παύλος Παυλίδης έχει ωριμάσει στιχουργικά και καταθέτει τραγούδια-ποιήματα όπως το «Μόνο αυτό» και το «Στο βράχο». Σε μια συνέντευξη, εκείνης της εποχής, δηλώνει: «Αυτό που μ' ενδιέφερε από την αρχή, είναι ένα συγκρότημα που εάν πετύχαινε, να προχωρούσε και παραπέρα. 'Όταν βρεθήκαμε μαζί με τα παιδιά, κατάλαβα ότι είμαστε ένα καλό group, με απρόβλεπτη συνέχεια. Τώρα, στο υλικό του τρίτου δίσκου, η δουλειά είναι συνολική και οι ιδέες ξεπηδάνε από παντού...» Την ίδια χρονιά τα Ξύλινα Σπαθιά συνεχίζουν τις συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο, με αποκορύφωμα το Φεστιβάλ Βύρωνα όπου συγκεντρώνουν 8.000 άτομα, ενώ, στο τέλος του χρόνου, έπειτα από πρόσκληση του MTV, εμφανίζονται στο H.Q. club του Λονδίνου. Αυτή είναι και η πρώτη ζωντανή τους εμφάνιση χωρίς τον Πάνο Τόλιο, ο οποίος αποχωρεί οριστικά από το συγκρότημα και τη θέση του στα τύμπανα παίρνει ο Τάκης Καννέλος των Mode Plagal.
Το 1998, ο «Πέρα απ' τις πόλεις της ασφάλτου» γίνεται πλατινένιο ενώ το «Μια ματιά σαν βροχή» χρυσό. Οι εμφανίσεις τους στα club «Ρόδον» της Αθήνας και «Μύλος» της Θεσσαλονίκης γίνονται sold out. Τον Ιούλιο εμφανίζονται στο Rockwave Festival '98 και το Σεπτέμβρη ανοίγουν τη συναυλία των Rolling Stones στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ο Παύλος Παυλίδης δηλώνει: «...είναι τρελή και μόνο η ιδέα να τραγουδάς μπροστά σε 80.000 κόσμο. Όταν τελειώσαμε, ο μάνατζερ των Stones μου είπε: «είστε από τους λίγους που δε φάγατε μπουκάλια. Στις περιοδείες μας έχουμε ειδικό συνεργείο για να καθαρίζει τη σκηνή από τα μπουκάλια που τρώει το κάθε support group. Σήμερα το συνεργείο θα ξεκουραστεί». Όταν τον ρώτησα ποια άλλα συγκροτήματα γλίτωσαν τα μπουκάλια μου απάντησε: «Αυτά που μπορώ να θυμηθώ είναι οι Smashing Pumpkins και οι Red Hot Chili Peppers»...» Στα τέλη του χρόνου τα Ξύλινα Σπαθιά επισκέπτονται και πάλι τη Μεγάλη Βρετανία και εμφανίζονται στο ιστορικό Hacienda Manchester. Ο Τάκης Κανέλλος δε μπορεί να ανταπεξέλθει στο φορτωμένο συναυλιακό πρόγραμμα της μπάντας, αποχωρεί, και τη θέση του στα τύμπανα παίρνει ο Γιάννης Μήτσης.
Το 1999, κυκλοφορεί το cd single «Τροφή για τα θηρία» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 4 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Απρίλιο ως τον Μάϊο του 1999 στο studio Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη, με ηχολήπτη το Χρήστο Μέγα. Τα τραγούδια αυτά είναι ενδεικτικά της διπλής ηχητικής κατεύθυνσης που είχε πάρει πλέον η μπάντα. Από τη μία ήρεμες και ατμοσφαιρικές συνθέσεις («Διαστημόπλοια» και «Χάθηκα») και στον αντίποδα, εκρηκτικοί χορευτικοί ρυθμοί και ηλεκτρονικοί ήχοι («Τροφή για τα θηρία» και «Τώρα αρχίζω και θυμάμαι»). Το single αυτό ήταν ουσιαστικά ο προπομπός του επόμενου και τελευταίου studio album του συγκροτήματος που θα κυκλοφορούσε ένα χρόνο αργότερα. Εν τω μεταξύ, τα Ξύλινα Σπαθιά συνεχίζουν με επιτυχία τις ζωντανές εμφανίσεις τους και στη σύνθεση της μπάντας προστίθεται ένα νέο μέλος, ο Κώστας Παντέλης που παίζει κιθάρα.
Το 2000, κυκλοφορεί το album «Ένας κύκλος στον αέρα» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 10 τραγούδια που ηχογραφήθηκαν από τον Μάιο ως τον Ιούνιο του 2000 στο studio Magnanimοus, με ηχολήπτες τους Χρήστο Μέγα και Martin Ekman. Ως σημαντικότερα από το album ξεχωρίζουν τα «Η τελευταία φορά», «Τι περιμένουν», «Ο ναυαγός», «Σαν εσένα» και «Χάρτινος ουρανός» με κορυφαίο το «Πάρε με μαζί σου», το τελευταίο τραγούδι των Ξύλινων Σπαθιών που έτυχε μεγάλης απήχησης. Νωρίτερα, το χειμώνα της ίδιας χρονιάς, ο Παύλος Παυλίδης είχε αποσυρθεί στην Αμοργό, όπου, στο home studio που δημιούργησε εκεί, έγραψε τα περισσότερα από τα τραγούδια που περιλήφθηκαν στο album. Το «Ένας κύκλος στον αέρα» είναι ίσως το πιο διχασμένο -δημιουργικά- album της μπάντας, καθώς εδώ γίνονται εντονότερες οι αντιφατικές μουσικές κατευθύνσεις που είχαν ακολουθήσει στο «Τροφή για τα θηρία». Έτσι δίπλα σε έντονα, χορευτικά τραγούδια όπως το «Τι περιμένουν» συνυπάρχουν αργές, σχεδόν ψιθυριστές, συνθέσεις όπως το «Ο ναυαγός». Ωστόσο τα Ξύλινα Σπαθιά δείχνουν ότι διανύουν την περίοδο της ωριμότητας τους καταθέτοντας ένα δίσκο ο οποίος μπορεί να μην έχει την αρτιότητα και την πληθωρικότητα του «Μια ματιά σαν βροχή» ή την ορμή του «Ξεσσαλονίκη» αλλά διατηρείται σε υψηλό επίπεδο και αποτελεί προϊόν ενός συνόλου που επί πολλά χρόνια έχει δουλέψει τον ήχο του και, κλείνοντας τον κύκλο του, παραμένει δημιουργικό και απρόβλεπτο.
Την περίοδο 2001 - 2002, τα Ξύλινα Σπαθιά συνεχίζουν τις επιτυχημένες συναυλίες σε όλη την Ελλάδα παίζοντας καινούργια τραγούδια ενώ στη σύνθεση τους προστίθεται ένα έκτο μέλος, ο Νίκος Κυριακόπουλος που παίζει κρουστά και αναλαμβάνει τα φωνητικά. Το κλίμα δείχνει να είναι θετικό και φαίνεται πως έχει ανοίξει ένας νέος δημιουργικός κύκλος για το συγκρότημα. Ωστόσο η διάλυση βρίσκεται κοντά.
Το 2003, κυκλοφορεί το album «Live» από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 16 τραγούδια που παρουσιάστηκαν ζωντανά σε συναυλίες που έγιναν από τον Φεβρουάριο ως τον Νοέμβριο του 2001 και ηχογραφήθηκαν από την κινητή μονάδα ηχογράφησης των studio Polytropon και Octal One, με ηχολήπτες τους Χρήστο Μέγα, Μάκη Πελοπίδα, Κώστα Βάμβουκα, Αργύρη Παπαγεωργίου, Γιώργο Καζαντζή και Βαγγέλη Καλαρά. Όλα τα τραγούδια προέρχονται από τις προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές τους εκτός από ένα καινούριο, το «Γκραντ Οτέλ» στο τέλος του οποίου ακούγεται ο Παυλίδης να λέει ανάμεσα στα χειροκροτήματα: «...ευχαριστούμε, πρώτη φορά το παίζουμε...». Το «Live» είναι ένας δίσκος που επιχειρεί να καταγράψει το εκρηκτικό κλίμα που επικρατούσε στις συναυλίες του συγκροτήματος και να επιβεβαιώσει τη φήμη που είχαν τα Ξύλινα Σπαθιά ως δυναμική live μπάντα. Στο album αυτό καταγράφονται επίσης η αυτοσχεδιαστική διάθεση με την οποία προσέγγιζαν το υλικό τους και η εξέλιξη του ήχου τους όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό φαίνεται πολύ έντονα στα τραγούδια από τα δύο πρώτα album τους τα οποία έχουν γίνει σχεδόν αγνώριστα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως από τον δίσκο λείπουν οι μεγάλες επιτυχίες του συγκροτήματος, κάτι που έγινε σκόπιμα για να προβληθούν τραγούδια που αν και οι ίδιοι αγαπούσαν πολύ, είχαν μείνει στη σκιά των μεγάλων εμπορικών τους επιτυχιών. Ειδικά το «Λιωμένο παγωτό» το έπαιζαν πολύ σπάνια θεωρώντας το ένα πολύ "ταλαιπωρημένο" τραγούδι. Το album «Live» ήταν ο αποχαιρετιστήριος δίσκος της μπάντας και τον αφιέρωσαν «Σε αυτούς που ήταν μαζί μας όλα αυτά τα βράδια...»
Στα τέλη του 2003, τα Ξύλινα Σπαθιά διαλύθηκαν και τα μέλη της μπάντας ακολούθησαν διαφορετικές μουσικές διαδρομές. Η δουλειά τους όμως συνέχισε να αναγνωρίζεται και μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τις Τρύπες, συγκαταλέγονται πλέον ανάμεσα στους καλλιτέχνες που καθόρισαν το Ελληνικό Rock.
Το 2005, δύο χρόνια μετά τη διάλυση του γκρουπ, κυκλοφορεί το άλμπουμ "The Best Of" από τη Virgin. Ο δίσκος περιλαμβάνει 16 τραγούδια από τις προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές του συγκροτήματος, καθώς κι ένα remix του "Βασιλιά της σκόνης" με τον τίτλο "Wooden Swordz", από τους Viton & Stel, ως bonus track. Στο άλμπουμ αυτό δεν είχε συμβολή κανένα μέλος του συγκροτήματος.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013


                                      AC/DC


Οι AC/DC (Έι Σι Ντι Σι) είναι ένα hard rock γκρουπ (οι ίδιοι πάντα κατηγοριοποιούσαν την μουσική τους ως Rock n Roll) που δημιουργήθηκαν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας το 1973 από τους Σκωτσέζικης καταγωγής αδερφούς Angus και Malcolm Young. Θεωρούνται από τους πρωτοπόρους της hard rock μουσικής μαζί με τους Black Sabbath, Deep Purple, Led Zeppelin, Thin Lizzy και άλλους.
Από το πρώτο τους άλμπουμ το High Voltage το 1975, η πορεία τους στον χώρο της hard rock μουσικής είναι ανοδική με αποκορύφωμα το άλμπουμ Back in Black το 1980. Έκτοτε είχαν αρκετά «σκαμπανεβάσματα». Επανήλθαν στα top το 1990 με το άλμπουμ The Razors Edge.
Σημείο αναφοράς πάντως όλα αυτά τα χρόνια είναι οι συναυλίες τους. Από τον Angus Young που τρέχει ασταμάτητα στην σκηνή ως την τεράστια φουσκωτή "Rossie", και από τα κανόνια του "For Those About To Rock" ως την καμπάνα του "Hells Bells" οι AC/DC έχουν να επιδείξουν στους φίλους της rock μουσικής ένα απίστευτο θέαμα. Οι AC/DC μετά από απουσία 5 χρόνων (η τελευταία τους συναυλία ήταν στις 21 Οκτωβρίου 2003 στο Λονδίνο) ξεκίνησαν περιοδεία σε όλο τον κόσμο για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ που είχε τίτλο "Black Ice",και η οποία άρχισε στις 23 Οκτωβρίου του 2008 από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου στο Όσλο και τελείωσε στις 30 Ιουνίου στην Γλασκόβη .Μετά επέστρεψαν στις Η.Π.Α για άλλες 15 συναυλίες ενώ το 2010 τους βρίσκει να επιστρέφουν στην Αυστραλία όπου έδωσαν και εκεί 11 συναυλίες. Μάλιστα έχουν κάνει ρεκόρ πώλησης εισιτηρίων με 500.000 να εξαφανίζονται μέσα σε 15 λεπτά!
Τα εισιτήρια στις περισσότερες πόλεις της περιοδείας τους ήταν sold out.
Οι AC/DC στις 28 Μαΐου 2009 βρέθηκαν για πρώτη και μοναδική φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία τους έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο - "Σπύρος Λούης" του Αμαρουσίου. Τα εισιτήρια είχαν βγει στην κυκλοφορία στις 3 Φεβρουαρίου.
Πίνακας περιεχομένων   
Το όνομα τους σημαίνει εναλλασσόμενο ρεύμα και συνεχές ρεύμα (Alternating Current/Direct Current). Το εμπνεύστηκε η αδερφή τους Margaret από την ετικέτα της ραπτομηχανής της.
Παρόλο που διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατά καιρούς έδιναν άλλες ερμηνείες στην ονομασία τους όπως "Anti-Christ/Dead-Christ" και τους θεωρούσαν σατανιστές, το συγκρότημα πάντα τις διέψευδε.
Ο Malcolm Young ανέφερε πως έμαθαν από έναν οδηγό ταξί μια διαφορετική ερμηνεία του ονόματός τους, όταν εκείνος αναρωτήθηκε αν τα μέλη του γκρουπ είναι ομοφυλόφιλοι, εξηγώντας πως AC/DC σημαίνει επίσης αμφισεξουαλικότητα σε κάποιες χώρες. Στην αρχή σκέφτηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να το αφήσουν ως είχε και να διαπιστώσουν αν ο κόσμος θα τους μάθαινε μέσω της μουσικής τους.
Ιστορία 

Το 1963 οι William και Margaret Young αποφασίσανε να μεταναστεύσουν από την Γλασκόβη της Σκωτίας στην Αυστραλία παίρνοντας μαζί τους τα 4 από τα 5 παιδιά τους. Τους George, Margaret, Malcolm και Angus (πίσω έμεινε μόνο ο μεγάλος τους γιος Alex).
Φίλοι της μουσικής οι Alex και George ήταν η αιτία που οι μικρότεροι Malcolm και Angus επηρεάστηκαν και θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους.
Ο Alex ήταν μπασίστας στο γκρουπ Grapefruit ενώ ο George έπαιζε ρυθμική κιθάρα στους Easybeats. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν η αφορμή να ασχοληθούν με το Rock n Roll όταν το συγκρότημα του, την άνοιξη του 1967,έφτασε την 1η θέση του Αυστραλιανού Top και 16η του Αμερικάνικου με το τραγούδι Friday On My Mind.
Το ξεκίνημα  
Τα αδέρφια Malcolm και Angus Young μετά την επιτυχία του αδερφού τους αποφασίσανε να παρατήσουν το σχολείο και να ασχοληθούν με την μουσική. Ο Malcolm ξεκίνησε να παίζει με τους The Velvet Underground (καμία σχέση με τους γνωστούς Velvet Underground), ενώ ο Angus στους Kentuckee.
Τον Νοέμβριο του 1973 ο 20χρονος Malcolm πρότεινε στον 18χρονο αδερφό του Angus να τον ακολουθήσει ως βασικός κιθαρίστας το γκρουπ που έφτιαχνε και που αποτελούνταν από τους Dave Evans στα φωνητικά, Colin Burgess στα ντραμς και Larry Van Kriedt στο μπάσο.
Τον επόμενο μήνα παίξανε σε κοινό στην περιοχή Chequers του Σίδνεϊ και μάλιστα την παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Chuck Berry (από τον οποίο επηρεάστηκαν περισσότερο), των Beatles, Rolling Stones, Free και δυο δικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC.
Το πρώτο τους βήμα στην δισκογραφία έγινε με την βοήθεια του αδερφού τους George Young και του φίλου του Harry Vanda που μετά την διάλυση των Easybeats έστησαν την δισκογραφική εταιρία Albert Productions και αποφασίσανε να ηχογραφήσουν τους AC/DC.
Το πρώτο single είναι γεγονός και περιέχει τα κομμάτια Can I Sit Next To You και Rockin’ In The Parlour.
Ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1974 αλλά κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ενώ μερικές μέρες αργότερα κυκλοφόρησε και το video clip του Can I Sit Next To You. Η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι αλλάξανε πολλοί μπασίστες και ντράμερ όλο αυτό το διάστημα.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του single. Οι αδερφοί Young απέλυσαν τον Dave Evans λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσε makeup, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από glam rock και όχι rock n roll.
Bon Scott  

H αναζήτηση νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό. Πριν ακόμη φύγει ο Evans οι αδερφοί Young είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, τον Ronald Belford Scott.
Ο Σκωτσέζικης καταγωγής Bon Scott βρέθηκε στην Αυστραλία μετανάστης με την οικογένεια του το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα γκρουπ The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει για της φωνητικές του ικανότητες τους αδερφούς Young. Και ήταν ότι ακριβώς έψαχναν. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η παρουσία του στην σκηνή.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1974 ο 26χρονος Bon Scott γίνεται επίσημα ο νέος τραγουδιστής των AC/DC και εμφανίζεται πρώτη φορά μερικές μέρες αργότερα στο Brighton-Le-Sands Masonic Hall του Σίδνεϊ.
Πρώτα άλμπουμ, πρώτες επιτυχίες [Επεξεργασία]
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς οι AC/DC δουλεύουν στο πρώτο τους άλμπουμ. Στις ηχογραφήσεις βοήθησε ο George Young παίζοντας μπάσο, ενώ στα κομμάτια έπαιξαν επίσης 3 διαφορετικοί ντράμερ!Οι ηχογραφήσεις κράτησαν μόλις 10 μέρες.
Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία το άλμπουμ να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Phil Rudd με θητεία στους Buster Brown.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφορεί σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, το High Voltage. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν single που περιείχε τα Love Song και Baby Please Don’t Go, το οποίο παρόλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top-10 των Αυστραλιανών charts, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Mark Evans. Τον Ιούνιο το High Voltage έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία.
Ένα μήνα αργότερα οι AC/DC μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους πάλι με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda. To Τ.Ν.Τ. κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic Records, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το High Voltage έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηρίζονται ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας.
Η επιτυχία συνεχίζεται αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρίσκει τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο το Τ.Ν.Τ. είναι Νο.2 στα charts της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό.
Τον Απρίλιο το συγκρότημα πηγαίνει στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παραμένουν λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί και στην Αγγλία, όπου περιέχει κομμάτια και από το T.N.T. τον Μάιο του 1975.
Το καλοκαίρι βρίσκει το συγκρότημα σε συναυλίες στην Ευρώπη και τον Σεπτέμβριο κυκλοφορεί το τρίτο τους άλμπουμ από την Albert μόνο στην Αυστραλία. Ο τίτλος του είναι Dirty Deeds Done Dirt Cheap, ενώ η Ευρωπαϊκή έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί πια και στις Η.Π.Α.
Τον Νοέμβριο το Dirty Deeds Done Dirt Cheap κυκλοφορεί και στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά απορρίπτεται από τις Η.Π.Α. Εκεί θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 1981.
Τον Ιανουάριο του 1977 οι AC/DC ηχογραφούν για τελευταία φορά με την Albert μέχρι το 2001 (κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία άλλη μια έκδοση του Stiff Upper Lip, που περιείχε και μερικά live κομμάτια της περιοδείας). Στις 21 Μαρτίου στην Αυστραλία και στις 23 Ιουνίου στις Η.Π.Α. κυκλοφορεί το Let There Be Rock.
Τον Μάρτιο του 1977 μετά από διαμάχες με τον Angus Young απολύεται ο μπασίστας Mark Evans και την θέση του παίρνει ο Άγγλος Cliff Williams, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα παίζει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη.
Με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda τον Φεβρουάριο του 1978 ηχογραφούν το Powerage, το οποίο βγαίνει στην κυκλοφορία τον ερχόμενο Μάιο. Στις 30 Απριλίου, όμως, έγιναν και οι ηχογραφήσεις για το πρώτο live άλμπουμ τους, το If You Want Blood (You Got It), στο Apollo Theatre της Γλασκόβης το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Oyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α. ενώ όλα δείχνουν πως η κατάκτηση της κορυφής δεν είναι μακριά...
Οι 4 πρώτοι μήνες του 1979 βρίσκουν τους AC/DC να δουλεύουν πάνω στο έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Ο τίτλος στην αρχή δεν άρεσε στην δισκογραφική εταιρία, αλλά οι αδερφοί Young αποφάσισαν πως η ονομασία του δίσκου δεν θα άλλαζε. Έτσι, στα τέλη του Ιουλίου, το Highway To Hell(Λεωφόρος προς την κόλαση) κυκλοφορεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ήδη στις αρχές του Αυγούστου είναι μέσα στα Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α., ενώ οι πωλήσεις του άλμπουμ μέχρι τον Οκτώβριο του 1979 μόνο στις Η.Π.Α έχουν φτάσει στα 500.000 αντίτυπα.
Ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο του και τα «κέρατα» του Angus στις συναυλίες έδωσαν το έναυσμα σε διάφορους να πιστεύουν πως οι AC/DC είναι σατανιστές. Το συγκρότημα παρέπεμψε τους επικριτές τους στους στίχους του ομώνυμου κομματιού λέγοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίσκο αφιέρωμα στις συνεχόμενες συναυλίες και στον σκληρό δρόμο της επιτυχίας μέχρι την κατάκτηση της κορυφής.
Ο θάνατος του «αδερφού»  
Το συγκρότημα AC/DC ήταν πάντα υπόθεση οικογενειακή. Όμως, το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης από την Σκωτία στην Αυστραλία για τους αδερφούς Young και του Bon Scott ήταν κάτι που τους είχε δέσει ως αδέρφια.
Έτσι, το πρωινό της Τρίτης της 19ης Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Bon Scott έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Angus ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη.
Ο Bon το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με έναν φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι, που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε ο Bon πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι, αλλά επειδή ο Bon δεν σηκωνόταν, εκείνος πήγε σπίτι του και άφησε τον Bon να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο.
Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Bon να πνίγεται από εισρόφηση, λόγω της στάσης που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο Kings o Bon Scott ξεψύχησε. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Η κατάκτηση της κορυφής  
Πριν τον θάνατο του Bon Scott οι αδερφοί Young δούλευαν στο επόμενο άλμπουμ τους. Το μόνο, που έλειπε ήταν τα φωνητικά. Μετά το τραγικό συμβάν σταμάτησαν τα πάντα και φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του Bon.
Σκεφτόταν να συνεχίσουν, αλλά δεν είχαν το κουράγιο. Όμως, οι γονείς του Bon ήταν αυτοί, που τους ενθάρρυναν, ώστε το συγκρότημα να μην διαλυθεί. Άλλωστε και ο ίδιος ο Bon δεν θα το ήθελε να συμβεί με αυτό τον τρόπο.
Έτσι, με την ευλογία των γονιών του Bon, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους Mutt Lange είχε αναφέρει το όνομα του Brian Johnson από τους Geordie. Επίσης ένας fan του συγκροτήματος από το Κλίβελαντ είχε στείλει γράμμα στους AC/DC και τους πρότεινε να ακούσουν τον Johnson γράφοντας τους πως είναι ο κατάλληλος. Έτσι αποφασίσανε να τον δοκιμάσουν.
Στην ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το Nutbush City Limits της Tina Turner και οι αδερφοί Young το δικό τους Whole Lotta Rosie. Στις 8 Απριλίου 1980, συμπληρώθηκαν 50 μέρες από τον θάνατο του Bon Scott και οι AC/DC ανακοινώνουν τον Brian Johnson ως νέο τους τραγουδιστή.
Μια απόφαση, που εξέπληξε, όμως, τους φίλους των AC/DC, ήταν να ηχογραφήσουν το επόμενό τους άλμπουμ στις Μπαχάμες. Έτσι στα μέσα Απριλίου το συγκρότημα μετακόμισε στην πόλη Nassau και στα Compass Point Studios ξεκίνησαν να δουλεύουν για το έβδομο άλμπουμ τους.
Το ίδιο το συγκρότημα δικαιολόγησε αυτή την απόφαση με το ότι ήθελαν να είναι όλοι μαζί και να δουλεύουν όλοι μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορεί και ο ίδιος ο Johnson να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, πριν κυκλοφορήσουν το άλμπουμ έκαναν μια συναυλία ντεμπούτο για τον Brian στο Βέλγιο.
Στα μέσα Ιουλίου του 1980 το συγκρότημα ξεκινάει περιοδεία σε Η.Π.Α. και Καναδά για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ, το οποίο θα έχει κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
Ο τίτλος του είναι Back In Black.
Το μαύρο εξώφυλλο του είναι σημάδι πένθους για τον αδικοχαμένο Bon Scott, ενώ το τραγούδι "Have A Drink On Me" είναι αφιερωμένο στον μέχρι πρόσφατα τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1980 το Back In Black είχε πουλήσει 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το Νο.2 άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 42 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είναι το Νο.1 σε πωλήσεις από συγκρότημα.
Μια άσχημη δεκαετία 
Η μεγάλη επιτυχία του Back In Black οδήγησε και το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος στην κορυφή. Το For Those About To Rock (We Salute You) ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1981 και κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς σε ολόκληρο τον κόσμο.
Είναι μάλιστα το πρώτο άλμπουμ των AC/DC που έφτασε στο Νο.1 των Αμερικάνικων charts, ενώ έφτασε στο Νο.3 στην Μεγάλη Βρετανία.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα το συγκρότημα επέστρεψε στις Μπαχάμες για να ηχογραφήσει το επόμενό τους άλμπουμ και μάλιστα με δική τους παραγωγή. Έχει τίτλο Flick OF The Switch και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1983 σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό, που έκανε, όμως, εντύπωση ήταν ο διωγμός του ντράμερ Phil Rudd.
Βέβαια, οι σχέσεις του με τον Malcolm ήταν τεταμένες και ήταν θέμα χρόνου η απόλυση του, όταν μάλιστα ο Phil, μην μπορώντας να ξεπεράσει τον χαμό του Bon Scott, είχε ξεπέσει σε διάφορες ουσίες.
Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Άγγλος Simon Wright με θητεία στους Α ΙΙ Ζ.
Έτσι, φτάνουμε στον Οκτώβριο του 1984, που το συγκρότημα ξεκινάει και πάλι ηχογραφήσεις, αλλά παράλληλα κυκλοφορεί και ένα μίνι άλμπουμ με 5 τραγούδια, που είχαν ηχογραφήσει την περίοδο 1974-1976 και έχει τίτλο ’74 Jailbreak.
28 Ιουνίου κυκλοφορεί το δεύτερο –και τελευταίο- άλμπουμ με παραγωγούς τα μέλη του συγκροτήματος. Το Fly On The Wall για πολλούς θεωρείται το χειρότερο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα.
Και δυστυχώς και η συνέχεια δεν είναι καλύτερη.
Nightstalker  
Τον Μάρτιο του 1985 είχε ξεκινήσει μια σειρά δολοφονιών στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία σταμάτησε μερικούς μήνες αργότερα με την σύλληψη του δράστη. Σε μια από τις δεκαέξι δολοφονίες στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα καπέλο που είχε πάνω του ραμμένο το λογότυπο του συγκροτήματος. Ο υπεύθυνος της υπόθεσης είχε την ιδέα να δημοσιεύσει το καπέλο πιστεύοντας, πως θα βοηθούσε στην σύλληψη του δολοφόνου, αν εμφανιζόταν μάρτυρας, ο οποίος θα γνώριζε κάποιον με συνήθεια να φοράει καπέλο AC/DC.
Αυτό, που βοήθησε τελικά, ήταν να δώσουν υλικό στους δημοσιογράφους, ώστε να γεμίσουν τις σελίδες των εφημερίδων τους. Αρχίσανε διάφορες συγκρίσεις σε εξώφυλλα και στίχους του συγκροτήματος με τον τρόπο, που ο Richard Ramirez διέπραττε τις δολοφονίες του, αλλά και τις πεντάλφες, που ζωγράφιζε στα σπίτια των θυμάτων του.
Το χειρότερο ήταν, όμως, πως στην σύλληψη του ο Nightstalker ισχυρίστηκε, πως επηρεάστηκε από το τραγούδι Night Prowler των AC/DC. Το τραγούδι, βέβαια, αναφέρεται σε παιδικές "αταξίες", όπως το να επισκέπτεσαι αργά το βράδυ την φιλενάδα σου, όταν οι υπόλοιποι κοιμούνται.
Ήταν μάλιστα η περίοδος που οι δημοσιογράφοι παρερμήνευσαν το AC/DC και έγραψαν, πως σημαίνει Anti-Christ/Devil's Child. Και παρόλο που το συγκρότημα εξηγούσε την έμπνευση από την ραπτομηχανή της αδερφής τους, πάντα επέμεναν πως υπάρχει κάτι περισσότερο.
P.M.R.C.  
Μετά την υπόθεση Nightstalker ήρθε άλλο ένα πρόβλημα να αναστατώσει στο συγκρότημα. Το 1985 ιδρύθηκε το P.M.R.C (Parents Music Resource Center) από συζύγους βουλευτών του Αμερικάνικου Κογκρέσου με σκοπό την καταπολέμηση των άσεμνων στίχων από τραγούδια της rock μουσικής. Το P.M.R.C. με πρόεδρο την Tipper Gore (σύζυγος του Al Gore) "κυνήγησε" με μανία τους AC/DC κατηγορώντας τους συνεχώς για το περιεχόμενο των στίχων τους. Ένα από τα κομμάτια, που έχουν στην λίστα τους είναι το Let Me Put My Love Into You από το Back In Black.
Maximum Overdrive  
Ένας από τους καλύτερους συγγραφείς και σκηνοθέτες ταινιών τρόμου και δηλωμένος θαυμαστής των AC/DC, ο Stephen King ζήτησε από το συγκρότημα τραγούδια για την μουσική υπόκρουση της ταινίας του Maximum Overdrive. Έτσι, τον Μάιο του 1986 κυκλοφόρησε το Who Made Who έχοντας 6 τραγούδια από παλιότερες δουλειές του γκρουπ και τρία καινούργια. Τα Who Made Who, D.T. και Chase the Ace.
Η αποχώρηση του Malcolm 
Το μόνο θετικό όλα αυτά τα χρόνια για το συγκρότημα των AC/DC ήταν οι sold out συναυλίες τους. Αλλά τα προβλήματα δεν σταματάνε.
Τον Αύγουστο του 1987 το συγκρότημα ξαναμπαίνει στο στούντιο για να αρχίσει τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1988. Έχει τίτλο Blow Up Your Video.
Κατά την διάρκεια, όμως, της περιοδείας για την προώθηση του Blow Up Your Video ο Malcolm αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω προβλημάτων αλκοολισμού. Την θέση του στις περιοδείες πήρε ο ανιψιός του Stevie Young, ενώ ο Malcolm ξεκίνησε την απεξάρτηση του από το αλκοόλ με την βοήθεια των ανωνύμων αλκοολικών.
Στο τέλος της περιοδείας αποχώρησε και ο ντράμερ Simon Wright για να συνεχίσει την καριέρα του στην μπάντα του Ronnie James Dio.
Και πάλι στην κορυφή 
Με την επιστροφή του Malcolm το συγκρότημα άρχισε να δουλεύει στο επόμενο του άλμπουμ αφού πρώτα αντικατέστησε τον Wright στην θέση του ντράμερ με τον Chris Slade, ο οποίος είχε εμπειρία με γκρουπ όπως τους Uriah Heep, Gary Moore και άλλους.
Με παραγωγό τον Bruce Fairbairn και δουλεύοντας από τα τέλη του 1989 μέχρι τον Ιούνιο του 1990 οι AC/DC κατάφεραν να φτιάξουν ένα άλμπουμ αντάξιο της ιστορίας τους. Το The Razors Edge κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1990, και μέχρι τον Οκτώβριο μόνο στις Η.Π.Α. έχει πουλήσει 3 εκατομμύρια αντίτυπα και έχει φτάσει στο Νο.2 στα charts, ενώ έχει φτάσει στο Νο.4 και στην Μεγάλη Βρετανία. Για τις ανάγκες του videoclip του κομματιού "Are You Ready" οι AC/DC ζήτησαν 10 εθελοντές στους οποίους ενώ τους ξύριζαν τα μαλλιά τους θα γραφόταν στο κεφάλι τους το όνομα του συγκροτήματος.Προσφέρθηκαν πάνω από 1000.
Το γκρουπ έχει φτάσει πια τις 60 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ μόνο το Back In Black και μόνο στις Η.Π.Α. έχει πουλήσει περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα.
Ο θάνατος ξαναχτυπά  
Στις 18 Ιανουαρίου 1991 το πρόγραμμα της περιοδείας για την προώθηση του The Razors Edge έγραφε Utah/Salt Lake City. Μόλις οι πόρτες άνοιξαν 13.000 θεατές έτρεξαν μπροστά για να πιάσουν όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τρία άτομα να ποδοπατηθούν και να πεθάνουν από ασφυξία.
Το συγκρότημα στην αρχή έμαθε το θάνατο ενός ατόμου. Ήταν έτοιμοι να σταματήσουν την συναυλία, αλλά οι υπεύθυνοι τους συμβούλεψαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα. Στο τέλος της συναυλίας έμαθαν πως τα θύματα ήταν τρεις.
Το γεγονός αυτό μέχρι και σήμερα ο Malcolm δεν θέλει καν να το συζητήσει...
Junior  
Οι AC/DC τον Οκτώβριο του 1992 κυκλοφορούν το δεύτερο ζωντανό τους άλμπουμ, που έχει τον τίτλο Live και αρχές του 1993 έγιναν οι ηχογραφήσεις για το τραγούδι Big Gun, το οποίο περιέχεται στο soundtrack της ταινίας "Last Action Hero" και που πρωταγωνιστεί ο Arnold Schwarzenegger.
Το 1994 επιφυλάσσει κάτι ευχάριστο για τους φίλους του συγκροτήματος. Οι αδερφοί Young ξεκινήσανε να δουλεύουν πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους και κάλεσαν τον παλιό τους φίλο και πρώην ντράμερ του συγκροτήματος Phill Rudd να παίξει μερικά κομμάτια μαζί τους. Τελικά ο Chris Slade απολύεται και την θέση του παίρνει ο Rudd. Αυτή είναι και η τελευταία αλλαγή στο σχήμα του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα.
Τον Οκτώβριο του 1994 το συγκρότημα άρχισε τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ του, αλλά θα κυκλοφορήσει σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Έχει τίτλο Ballbreaker.
Το προτελευταίο άλμπουμ των AC/DC έχει τίτλο Stiff Upper Lip. Οι ηχογραφήσεις έγιναν από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1999 και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2000. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει ένα άγαλμα του Angus. Το γκρουπ αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο άγαλμα για τις ανάγκες της Stiff Upper Lip περιοδείας. Η ονομασία του αγάλματος είναι Junior.


Από την συναυλία που έδωσαν οι AC/DC στις 28 Μαΐου 2009 στο ΟΑΚΑ
Black Ice  

Στις 20 Οκτωβρίου 2008 κυκλοφόρησε επίσημα το 15ο στούντιο άλμπουμ των AC/DC με τίτλο Black Ice. Πρώτο single του άλμπουμ είναι το Rock 'n Roll Train που κυκλοφόρησε στις 28 Αυγούστου 2008. Το συγκρότημα μάλιστα έκανε διαγωνισμό για 150 φίλους του γκρουπ που θα συμμετείχαν στο video clip.
Σύμφωνα με το επίσημο site των AC/DC, το Black Ice στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε πάνω από 780.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και είναι Νο1 σε πωλήσεις σε 29 χώρες. Επίσης σύμφωνα με το Billboard το Black Ice είναι Νο1 στο Top200, No1 στα πιο περιεκτικά άλμπουμ και Νο1 σε Top Rock, Top Pop και Top Internet άλμπουμ για την εβδομάδα μέχρι 8 Νοεμβρίου 2008.
Την εβδομάδα 3 έως 9 Νοεμβρίου 2008 το Black Ice ήταν Νο1 σε πωλήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα έγινε χρυσό.
Νέα άλμπουμ  
Οι AC/DC ξανάγιναν μόδα.Έτσι τους ζητήθηκε να γίνουν το βασικό γκρουπ για το σάουντρακ της ταινίας Iron Man 2.Στις 19 Απριλίου 2010 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Iron Man 2 το οποίο περιείχε 15 τραγούδια του συγκροτήματος από παλαιότερες δουλειές ενώ βασικό κομμάτι της ταινίας ήταν το "Shoot to Thrill" από το Back In Black.
Στα πλαίσια της παρουσίασης του "Live at River Plate DVD" που έγινε στις 6 Μαίου στο Hammersmith Apollo του Λονδίνου στην Αγγλία ο Angus ανέφερε πως υπάρχουν σκέψεις να κυκλοφορήσουν οι AC/DC νέο άλμπουμ στα επόμενα 2 χρόνια.Τελικά στις 20 Νοεμβρίου 2012 κυκλοφόρησαν το "Live at River Plate" που περιέχει κομμάτια από την εμφάνιση τους στο River Plate Stadium στο Μπουένος Άιρες στις 4 Δεκεμβρίου 2009.